cover

View large picture

Sam Mendes

Skyfall

film  ( Metro-Goldwyn-Mayer (MGM), Danjaq, Eon Productions )

Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ

Ημερ. κυκλ. 11/2012
Crime, Action & Adventure

---- pick

Cast: Daniel Craig, Javier Bardem, Naomie Harris, Judi Dench, Ralph Fiennes, Bérénice Marlohe, Albert Finney, Ben Whishaw.

Διάρκεια 143'


Η 23η «επίσημη» ταινία του Τζειμς Μποντ είναι και μία από τις καλύτερες. Είναι από μόνη της μια σφιχτοδεμένη ταινία δράσης με πρωτοφανή εμβάθυνση χαρακτήρων για τα δεδομένα της σειράς. Κλείνοντας μισό αιώνα κινηματογραφικής ζωής ο πιο κουλ και θανατερός πράκτορας που έχει γνωρίσει ποτέ η ανθρωπότητα βρίσκει στο πρόσωπο του Daniel Craig και την σκηνοθεσία του βραβευμένου με Oscar σκηνοθέτη για το American Beauty Sam Mendes, την ιδανική ισορροπία. Σκοτεινός, ευάλωτος, ξεροκέφαλος, ποτέ δεν προδίδει την αγάπη του κοινού. Κινούμενος πάντα στα όρια του σούπερ ήρωα - με σφαίρες να μην τον πετυχαίνουν, πτώσεις από μεγάλο ύψος να τον αφήνουν ατσαλάκωτο και γυμναστικές επιδείξεις που θα ζήλευε και ο Μπάτμαν - ο Μποντ πάλευε ανάμεσα στο camp και την υπερβολή. Οι διάφορες εκφάνσεις στο στυλ και στη σκηνοθεσία σε απαραίτητο συνδυασμό με τον εκάστοτε ηθοποιό που τον ενσάρκωνε, έκαναν τη σειρά να έχει πολλά σκαμπανεβάσματα.

Tο 1962 ο αλύγιστος Sean Connery δημιούργησε τον βασικό χαρακτήρα με μια εμβληματική ερμηνεία ενός μισογύνη, σκληρού και στυγνού πράκτορα, το μετέπειτα «διάλειμμα» του Αυστραλού George Lazenby και η παράδοση της σκυτάλης στον Roger Moore, που θα ξεκινήσει σχετικά καλά, θα μείνει στην ιστορία σαν ο ηθοποιός με τις περισσότερες συμμετοχές αλλά και τις πιο αστείες ταινίες. Στα μέσα της δεκαετίας του '80 θα εγκαταλείψει - με το μαλλί βαμμένο βαθύ κομοδινί και υπέργηρος - για να αναλάβει ο πολύ συμπαθής, αλλά σχετικά άχρωμος Timothy Dalton. Μπορούμε να πούμε πια με σιγουριά ότι η εικοσαετία 1970-90 ήταν η περίοδος παρακμής του πράκτορα. Το 1995 ο Pierce Brosnan ξανάβαλε το τραίνο στις ράγες και το πήγε ντουγρού, με μικρές παρεκκλίσεις και με το χαρακτηριστικό αυτάρεσκό του ύφος, στην κορυφή ξανά. Όταν τον απάλλαξαν από τα καθήκοντα του, χωρίς την σύμφωνη γνώμη του, όλοι αναρωτιόνταν ποιος θα «χωρέσει» στο κοστούμι του. Η επιλογή του ξανθού και στραβόφατσα Daniel Craig έμοιαζε στην αρχή με ανέκδοτο. Το Casino Royale ήρθε το 2006 να διαλύσει τις όποιες αμφιβολίες. Σαν μια από τις καλύτερες ταινίες του πράκτορα - αν όχι η καλύτερη - επανεκκίνησε την σειρά και ανέβασε στα ύψη τις εισπράξεις.

Μετά από μια πραγματικά μέτρια συνέχεια (Quantum of Solace) πέρασαν 4 ολόκληρα χρόνια. Στην φετινή επετειακή ταινία όλα φαίνονται να έρχονται στην θέση τους.

Η εναρκτήρια σκηνή, σήμα κατατεθέν όλων των ταινιών, είναι εντυπωσιακότατη. Το τραγουδάκι της Adele και οι τίτλοι της αρχής θα μπορούσαν να είναι καλύτερα, αλλά αυτό είναι ένα πταίσμα.

Η ταινία έχει στην φαρέτρα της μερικά πολύ καλά υλικά. Το καστ είναι ίσως το καλύτερο που θα μπορούσαμε να ελπίζουμε. Ο Craig έχει απόλυτα κατακτήσει τον ήρωα και κεντάει με άνεση στον ρόλο. Ο κακός - πολύ σημαντικός σε ταινίες του Μποντ - είναι πραγματική απόλαυση. Από έναν ηθοποιό σαν τον Javier Bardem δεν θα περίμενες τίποτα λιγότερο. Στην πρώτη του σκηνή ο σκηνοθέτης αποφασίζει να μας τον παρουσιάσει με ένα μακρινό πλάνο. Λέγοντας μια φοβερή παραβολή για αρουραίους έρχεται σταδιακά μπροστά και γεμίζει την οθόνη με την διαταραγμένη, οριακή προσωπικότητά του. Στην πραγματικότητα είναι μια παραμορφωμένη εκδοχή του ίδιου του Μποντ. Μέχρι και σεξουαλική παρενόχληση κάνει στον «πολλά βαρύ» πράκτορά μας. Ο Ralph Fiennes παίζει αφαιρετικά τον προϊστάμενο των μυστικών υπηρεσιών και κατακτά υπόγεια έναν σημαντικό ρόλο στα δρώμενα. Ο νέος Q (Ben Whishaw) έχει το απαιτούμενο φλέγμα και την νεανικότητα ώστε να καπαρώσει την θέση για τα επόμενα 20 χρόνια.

Προσοχή τώρα! Τα Bond girls βρίσκονται εκεί. Η νέα Moneypenny (Naomie Harris), η τυραννισμένη Severine (Berenice Marlohe), μέχρι και αυτή η καημένη η Τώνια Σωτηροπούλου που παίζει σε μια σκηνή και ούτε κουνάει, ούτε λαλάει. Το πραγματικό όμως, απόλυτο Bond girl της ταινίας είναι η 78χρονη Judi Dench!!! Παίζοντας τον ρόλο της Μ είναι η μητριαρχική φιγούρα που δεσπόζει πάνω από τον ήρωά μας. Παίρνοντας ορφανά αγόρια, όπως ο Μποντ, και εκπαιδεύοντάς τα, ασκεί πάνω τους μια τρομερή δύναμη. Είναι συγχρόνως μητέρα, αφεντικό, κριτής και προστάτης. Ένα χαμένο παιδί της λοιπόν, γύρισε να την εκδικηθεί. Ο Μποντ και ο Silva (Bardem) θα μονομαχήσουν σαν δύο γιοί για την χάρη της. Ο ένας την αγαπούσε τόσο τρομερά που την είχε σαν πρότυπο. Η αποφάσεις της για την τύχη του - αποφάσεις μιας προϊσταμένης της ΜΙ6 - θα τον κάνουν να την μισήσει θανάσιμα. Η ταύτισή του θα είναι η τρέλα του. Ο Μποντ είναι κακό παιδί. Ποτέ δεν παίρνει στα σοβαρά τη «μαμά» του. Βασικά ποτέ δεν παίρνει στα σοβαρά τίποτα απολύτως. Αυτό είναι και η σωτηρία του. Η ζωή του είναι ένα παιχνίδι με τον θάνατο. Το έχει αποδεχτεί. Το πατρικό του στα highlands καίγεται συθέμελα. Ό,τι έχει μείνει από την μίζερη παιδική του ηλικία εξαφανίζεται. Ξεκόβει από οποιονδήποτε συναισθηματικό δεσμό. Γίνεται μια μηχανή που σκοτώνει και... πηδάει. Περιστασιακά νιώθει συμπάθεια για ανθρώπους που γνωρίζει και εκτιμά, όπως ο επιστάτης του πατρικού του (Albert Finney). Όλοι όμως είναι αναλώσιμοι. Για προφανείς λόγους όμως, δεν θα μπω σε λεπτομέρειες.

Ένα μόνο με χάλασε, η σχετική έλλειψη χαβαλέ.

Αν για κάτι άξιζαν οι ταινίες του υπερπράκτορα είναι ότι είχε τρελό χαβαλέ. Μια μεγαλύτερη δόση σοβαρότητας είναι σημείο των καιρών μας, ειδικά με ήρωες που αγαπήσαμε. Ποντάρουν όλοι στην πιο ενήλικη εκδοχή. Πάω πάσο και τα βλέπω... αρκεί να περνάμε πάντα τόσο καλά! -- Bobinas, Lakis Bobinas.

ΜΠΟΜΠΙΝΟΜΕΤΡΟ:

ΘΑ ΤΟ ΞΑΝΑΒΛΕΠΑΤΕ;

Κυριακή βράδυ στην τηλεόραση με μακαρονάδα

Wild Thing homepage