|
John Cale & Terry RileyChurch of Anthrax
(Columbia) Columbia 1971 / Culture Factory 2013
Τέλη 1968 - 1969: O John Cale, o περίεργος βρετανός με το κλασικό και avant-garde μουσικό υπόβαθρο που έφερε τον οργανωμένο θόρυβο στη μουσική των Velvet Underground κι έγραψε ιστορία ανοίγοντας νέους ηχητικούς ορίζοντες για το rock'n'roll, έχει αφήσει πίσω του τους Velvets κι ασχολείται κύρια με μουσικές παραγωγές. Ο πρώην συνεργάτης του μινιμαλιστή πρωτοπόρου La Monte Young στους περίφημους The Theatre οf Eternal Music έχει μεν όρεξη να εκμεταλλευτεί τη δημοσιότητα που του έδωσε το ροκ για να κάνει νέα, ασυμβίβαστα δημιουργική και ρηξικέλευθη μουσική, αλλά ταυτόχρονα στ' αυτιά του ηχεί ακόμη ως σοβαρή πρόταση και η νέα «ποπ» που ο ίδιος βοήθησε να γεννηθεί μέσα από τις δραστηριότητές του με τους Velvets. Πριν ακόμη μπει στο στούντιο για να ηχογραφήσει ένα για τα μέτρα του συμβατικό ροκ άλμπουμ ως προσωπικό δισκογραφικό ντεμπούτο, το Vintage Violence (1970), θα καταγράψει μια συνεργασία με έναν άλλο μοναδικό μουσικό πρωτοπόρο της εποχής, τον Terry Riley (αν και το αποτέλεσμα της δουλειάς τους θα κυκλοφορήσει μετά το Vintage Violence στις αρχές του 1971).
Με εξαίρεση τα κρουστά που στο δίσκο χειρίζονται οι Bobby Colomby (πρώην Blood, Sweat & Tears) και Bobby Gregg (συχνός συνεργάτης του Bob Dylan), όλο το μπαράζ ήχων παράγουν οι δύο δημιουργοί: πιάνο, όργανο και σοπράνο σαξόφωνο ο Riley - μπάσο, κιθάρα, βιόλα, πιάνο, όργανο και τσέμπαλο ο Cale. To "Church of Anthrax" που ανοίγει το άλμπουμ ξεκινάει με ένα ψυχεδελικό drone με το μπάσο, τα κρουστά και το όργανο που μπαίνουν στη συνέχεια να του προσδίδουν ένα prog rock ύφος πριν οι «ανταγωνιστικοί» αυτοσχεδιασμοί και οι συνεχείς παραλλαγές στα πλήκτρα και το σαξόφωνο δημιουργήσουν έναν πυκνό οργανικό καμβά. Το ατμοσφαιρικό "The Hall of Mirrors in the Palace at Versailles" μπορεί να ακούγεται σαν παιγμένο από μεγαλύτερο ensemble, αλλά είναι απλά ο Cale που δημιουργεί μια μουσική τοπογραφία με ταχύ επαναληπτικό παίξιμο minimal φράσεων στο πιάνο και από πάνω πολλαπλά στρώματα αυτοσχεδιασμών του Riley στο σαξόφωνο. Το αποτέλεσμα είναι όμως τόσο 'moody' που επισφραγίζει το χαρακτήρα του δίσκου ως έργου αξιοσημείωτα ώριμης μουσικής δημιουργίας (για μια 'one-off' συνεργασία!) και για το λόγο αυτό καθίσταται κεντρική επιλογή μας απ' το άλμπουμ. Ακολουθεί - ανοίγοντας τη δεύτερη πλευρά - ένα περίπου folk rock τραγούδι (!), που καθώς δεν ακούγεται να πολυέχει σχέση με τα υπόλοιπα τεκταινόμενα στο συγκεκριμένο μουσικό πρόγραμμα μοιάζει περίπου με διάλειμμα ελαφράς μουσικής. O Cale είχε βέβαια μελετήσει αντίστοιχες τακτικές ισορροπίας / σκωτσέζικου ντους (σσ. όπως το παίρνει ο καθένας) μέσω και της δισκογραφίας των Velvet Underground. To "The Soul of Patrick Lee" - έτσι λέγεται - τραγουδάει ο κατά τα άλλα άγνωστος Adam Miller, του οποίου η φωνή είναι - περιέργως - χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτή του Cale. Το "Ides of March" μας επιστρέφει στη συνέχεια στο κλίμα του εναρκτήριου "Church of Anthrax", αν και είναι έργο για δύο πιάνα και ντραμς. Αλλεπάλληλα drum patterns, σταδιακά μετακινούμενες και παραλλασσόμενες minimal αρμονικές πρόοδοι στο πιάνο με επικάλυψη πιανιστικών αυτοσχεδιασμών που παρακολουθούν τη ρυθμική και αρμονική βάση δημιουργούν μια αίσθηση επείγοντος και κρατούν το ενδιαφέρον του ακροατή αμείωτο καθώς παρακολουθεί μπροστά του μια ζωντανή συνθετική διαδικασία να εξελίσσεται και να δοκιμάζει νέες λύσεις σε «πραγματικό χρόνο». Ο δίσκος κλείνει με το "The Protégé", όπου κιθάρα, πιάνο και κρουστά καταγράφουν grooves σε περίπου βελβετικό κλίμα πριν ένας απότομος ήχος feedback σταματήσει απρόσμενα τη μουσική - ισοδυναμώντας περίπου με κινηματογραφικό 'cut!' Μπορεί ο Riley να μην έμεινε ευχαριστημένος με την παραγωγή και τη μίξη του Cale στις ηχογραφήσεις τους και η συνεργασία τους να μην συνεχίστηκε, ωστόσο το Church of Anthrax έμεινε ως μνημείο μιας εποχής όπου το ροκ διεκδικούσε με αξιώσεις θέση στη μουσική πρωτοπορία. Σίγουρα υπήρξε σημείο αναφοράς για όλους τους ενδιαφέροντες μουσικούς του prog και kraut στερεώματος, αλλά και για minimal συνθέτες όπως ο Michael Nyman ή ο Wim Mertens. Μερικά χρόνια διαβρωτικής παρουσίας του BFTP και του Wild Thing στο διαδίκτυο και αισθανόμαστε πια ότι δεν υπάρχει πρόβλημα να υπενθυμίζουμε στους φίλους του ροκ και τέτοιους δίσκους. -- Laertis |
Wild Thing homepage
|