8miles

Το ζωντανό σελιλόιντ

[Θανάσης 'Μοτοσακός' Γιαννόπουλος - 18/09/12]

Concert sceneΣκέφτομαι κάποιες φορές οτι αν η ροκ μουσική ήταν ποδοσφαιρικός αγώνας, οι συναυλίες θα ήταν τα γκολ. Μπορεί να απολαμβάνουμε την ακρόαση της μουσικής, όπως ο ποδοσφαιρόφιλος απολαμβάνει την ανάπτυξη μιας ομάδας στο γήπεδο, αλλά ο ενθουσιασμός, η εκτόνωση, η αίσθηση της πληρότητας, όλα αυτά έρχονται με το γκολ για τον ποδοσοφαιρόφιλο και με τη συναυλία για τον μουσικόφιλο. Όταν μάλιστα η συναυλία είναι η πρώτη σου επαφή με το συγκρότημα, ή όταν πρόκειται για την αποχαιρετιστήρια του συγκροτήματος, τότε δημιουργούνται κομβικά σημεία στη μνήμη. Του τύπου: «η κόρη μου γεννήθηκε ένα μήνα μετά το γκολ του Μαραντόνα κατά των Άγγλων» ή «γνώρισα τη γυναίκα μου δυο μέρες μετά τη συναυλία των Pixies στο ΡΟΔΟΝ».

Τι γίνεται όμως με τις συναυλίες που δεν είδες; Επειδή, ας πούμε, ήσουνα ακόμα πιτσιρικάς κι εγκλωβισμένος σε μια χώρα ταριχευμένων κροκοδείλων ονόματι Ελλάδα, ενώ στην αλλοδαπή φτιάχνονταν θρύλοι; Τότε παρακαλάς τον καλό θεό των μουσικών παραγωγών να βρεθεί κάποιος να κινηματογραφήσει τη συναυλία κι αν τυχόν αυτού του κάποιου πιάνει το χέρι του και λέγεται, ας πούμε Martin Scorsese, τότε ανάβεις ένα κερί στο μπόι του Boy George. (Άντε, του Roger Daltrey, γιατί δεν είναι εποχή για σπατάλες!) Επειδή, αυτά που ζούσαν οι μεγαλύτεροί σου ή οι συνομήλικοί σου στον πολιτισμένο κόσμο, εσύ αναγκαζόσουν να τα δεις στο πανί κάποιου περιφερειακού σινεμά κι έκανες και πέντε τούμπες από τη χαρά σου.

Θρυλικές πρώτες εμφανίσεις και ανατριχιαστικοί αποχαιρετισμοί. Μεγάλες στιγμές που καταγράφηκαν στο σελιλόιντ! Αυτές είναι μερικές:

Ziggy Stardust3 Ιουλίου του 1973, ο David Bowie κλείνει την παγκόσμια τουρνέ του στο Hammersmith Odeon - μαζί του οι φοβεροί Spiders from Mars. O D. A. Pennebaker ξεκινάει να φιλμάρει τα παιδιά που περιμένουν να μπουν στη συναυλία, αμήχανοι πιτσιρικάδες, μακριά μαλλιά, παντελόνια καμπάνα, ψηλά τακούνια και βαμμένα πρόσωπα με glitter. Πολλά τακούνια, πολύ glitter, αγόρια που μοιάζουν με κορίτσια και κορίτσια που δεν μοιάζουν με τίποτα. Ανάμεσά τους περιδιαβαίνουν κάτι αγχωμένοι Μπόμπηδες, αλλά τα παιδιά δεν έχουν διάθεση για φασαρίες. Το επόμενο πλάνο είναι από τα καμαρίνια, ο Bowie βάφεται καπνίζοντας, μπαίνει ξαφνικά εκείνο το σούργελο η Angie (είναι δυνατόν να ερωτεύτηκαν ένα τέτοιο κάζο ο Bowie κι ο Jagger;) μέσα στον ενθουσιασμό επειδή ο κόσμος απέξω τη σταμάταγε συνέχεια για αυτόγραφα. Ο Bowie στέκεται όρθιος με τα χέρια ανοιχτά για να του φορέσουν την κάπα πάνω από το κιμονό και ξεκινάει για τη σκηνή.

Η συναυλία αρχίζει με τα κορίτσια της πρώτης σειράς να παθαίνουν υστερία και τον πονηρό Bowie να τους τραγουδάει "Hang on to Yourself" - τι λες τώρα ρε άρχοντα! Ακολουθεί μια μουδιασμένη εκτέλεση του "Ziggy Stardust", το βλέπεις ότι κάτι δεν είναι σωστό εκεί πάνω, λες και ο Bowie διεκπεραιώνει απλώς αντί να ερμηνεύει. Μάλλον τα παιδιά της πρώτης γραμμής το παίρνουν είδηση, η παγωμάρα φαίνεται στο συγκαταβατικό χειροκρότημα, ο Bowie δείχνει ευχαριστημένος γιατί το σχέδιό του εφαρμόζεται κατά γράμμα κι έτσι περνάει στη φάση της συγκομιδής μυαλών. "Watch That Man", "Wild Eyed Boy", "All the Young Dudes" / "Oh! You Pretty Things", "Moonage Daydream", τα τραγούδια εναλλάσσονται σχεδόν χωρίς ενδιάμεσο κενό και είναι ένας βομβαρδισμός ισοπεδωτικών riff από τον φοβερό Mick Ronson ανακατεμένος με τον ξέχειλο ερωτισμό του Bowie. Τα παιδιά από κάτω έχουν γίνει αλοιφή.

Η σκηνή γίνεται ψυχεδελική όσο παίζεται το "Space Oddity" κι αμέσως μετά ο Bowie αποφασίζει να φτάσει αληθινά στ' αστέρια. Του αρκεί μια ακουστική κιθάρα κι ένα τραγούδι του Jacques Brel που μιλάει για τον «Δικό του Θάνατο». "Angel or devil I don’t care / for in front of that door there is..." σταματάει στο τέλος του κομματιού ο Bowie. "Me, me" φωνάζουν τα παιδιά από κάτω κι εκείνος ευχαριστεί χαμογελώντας. Η ανατριχίλα βγαίνει από το πανί της οθόνης και μυρμηγκιάζει τα μπράτσα σου.

Bowie, RonsonΟ Mick Ronson αναλαμβάνει να καλύψει τις αλλαγές κοστουμιών του Bowie με κάτι ξεγυρισμένα σόλο ή μονομαχώντας με τον Trevor Bolder, τον μπασίστα των Spiders - σίγουρα έχεις δει τέτοια σόου από ένα κάρο heavy metal μπάντες αλλά ο Mick Ronson είναι αξεπέραστος. Κι όταν εκτελούν εκείνο το τρομερό σκετσάκι άψογα συγχρονισμένοι με τον Bowie το οποίο καταλήγει με τον Ronson να «δολοφονεί» με την κιθάρα του τον πεσμένο Bowie, τότε καταλαβαίνεις την ιστορία να γράφεται μπροστά στα μάτια σου.

Ο Bowie δίνει μια πραγματική παράσταση εκεί πέρα: θυμίζει στους θεατές ότι ένας φίλος του «καταπληκτικός μουσικός, γράφει τώρα το άλμπουμ του στο Λονδίνο» πριν πει το "White Light / White Heat" του Lou Reed, συστήνει τους μουσικούς του: «όχι, στην κιθάρα δεν είναι η Suzi Quatro, είναι ο Mick Ronson» και φεύγει από τη σκηνή. Το encore σημαδιακό, όπως ακριβώς το απαιτεί ο σχεδιασμός, "Rock'n'Roll Suicide". Όταν η μουσική σταματάει, ο Bowie ρίχνει τη βόμβα στο έδαφος που προετοίμαζε από την αρχή της παράστασης: «Σας ευχαριστώ όλους που ήρθατε εδώ, γιατί αυτή δεν ήταν μόνο η τελευταία συναυλία της τουρνέ, ήταν και η τελευταία συναυλία που κάνουμε. Αντίο

Πολλοί πίστεψαν ότι ο Bowie είχε αναγγείλει την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, άναψαν τα ταμπλόιντ τις μέρες μετά τη συναυλία. Πέρασε περίπου ένας χρόνος για να καταλάβουν ότι εκείνη τη νύχτα, σ' εκείνη τη σκηνή του Hammersmith Odeon, κάποιοι τυχεροί (ή άτυχοι) είχαν παρακολουθήσει  τη δολοφονία του Ziggy Stardust. Ο Bowie επανήλθε με μια καινούργια περσόνα ονόματι Halloween Jack στο Diamond Dogs πριν καταλήξει στον Thin White Duke. Αλλά ο Ziggy δεν ήταν πλέον εκεί. Κι αν δεν με πιστεύεις, ρίξε μια ματιά στις συνθέσεις των συγκροτημάτων του μετά από αυτή τη συναυλία και θυμήσου πώς τέλειωνε το τραγούδι "Ziggy Played Guitar".

Last Waltz25 Νοεμβρίου του 1976, Ημέρα των Ευχαριστιών στο Winderland Ballroom του San Francisco. Οι Band, αυτό το τεράστιο συγκρότημα που συνόδευε τον Bob Dylan δίνει την αποχαιρετιστήρια συναυλία του κι έχουν καλέσει όλα τα καλά παιδιά για να συμμετάσχουν. O Martin Scorsese κινηματογραφεί (με την κυριολεκτική έννοια του όρου). Κι εσύ, σ’ ένα βρώμικο σινεμά, δίπλα σε δυο-τρεις περίεργους τύπους τους οποίους αποφεύγεις να κοιτάξεις, γίνεσαι ένα με το κάθισμα, περιμένοντας.

Μαύρη οθόνη και άσπρα γράμματα σε πλαίσιο: "This film should be played loud!", αμέσως μετά ο Robbie Robertson, εμφανώς εξουθενωμένος, βγαίνει στη σκηνή, κοιτάζει λυπημένα τον κόσμο και μουρμουρίζει στο μικρόφωνο: «Ακόμα εδώ είσαστε;» Στο μεταξύ, οι Band έχουν ξαναπάρει τις θέσεις τους για ν' αρχίσουν μια βαρβάτη διασκευή του "Don’t Do It" του Marvin Gaye. Πριν φτάσουν στο δεύτερο κουπλέ τα βλέπεις όλα αλλιώτικα γιατί έχεις τηλεμεταφερθεί στη συναυλία και ζεις τα πάντα από μέσα, όχι από κάτω! Ο Scorsese δεν σ' αφήνει να αναμιχθείς με το κοινό, το Last Waltz είναι μια διαφορετική εμπειρία. Είσαι εκεί όσο οι διοργανωτές στήνουν το σόου, είσαι πίσω μαζί με τους μουσικούς κι όταν αυτοί παίζουν, είσαι πάνω στη σκηνή μαζί τους. Ο Robbie Robertson, αυτός ο αεικίνητος τυπάκος, που μοιάζει πιο πολύ με χαρτοπαίχτη παρά με ροκ μουσικό, παίζει ακριβώς δίπλα στο αυτί σου, τα πνευστά σε χτυπάνε στο στέρνο, ο Rick Danko είναι πραγματικός movie star έτσι όπως χορεύει με το μπάσο του, ο Levon Helm θα μπορούσε να είναι κανονικός frontman σε οποιοδήποτε μεγάλο συγκρότημα αλλά είναι μόλις ο ντράμερ των Band! Τους βλέπεις πάνω στη σκηνή κι απορείς γιατί δεν κάνανε μεγάλη καριέρα, απορείς τι διάολο τους θέλανε τους καλεσμένους αφού θα μπορούσαν από μόνοι τους να το κάψουν το μαγαζί, απορείς περί του τι κουφάλα ήταν αυτός ο Dylan και κατάφερε να έχει τέτοια γκρουπάρα για συνοδεία!

The Band and friendsΜετά πλακώνουν οι καλεσμένοι. Η Joni Mitchell περνάει από δίπλα σου σχεδόν διάφανη, αγκαλιάζει την ακουστική και ερμηνεύει το "Coyote". Ο ιντελεκτουέλ Dr. John με το μπερεδάκι του στο πιάνο. Ο τρομακτικός Ronnie Hawkins με την καουμπόικη καπελαδούρα και την ζωώδη εκτέλεση του "Who Do You Love". O Muddy Waters (ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα κάποιον τόσο θρυλικό στη σκηνή), να τραγουδάει το "Mannish Boy" όσο ο χώρος αστράφτει από τον στατικό ηλεκτρισμό! Ο Van Morrison, μαλάκα ο Van Morrison! Ένας κοντόχοντρος ανθρωπάκος με αρχές φαλάκρας που βγήκε στη σκηνή αγχωμένος σα λογιστής σε μπουρδέλο. Κι όταν άρχισε να τραγουδάει κάτι έγινε, μεταλλάχτηκε το άτομο σα να ήταν υπερήρωας, τον έχασε η κάμερα, βρισκόταν παντού και πουθενά, τον ακούγαμε χωρίς να τον βλέπουμε! Και καλά έκανε ο Scorsese που έδειξε αυτά τα πλάνα, δεν μου έτυχε να ξαναδώ τη δύναμη του Van Morrison απελευθερωμένη στη σκηνή κι ας έχω πάει σε συναυλία του.

Και η παρέλαση να συνεχίζεται, ο Neil Young να κατεβαίνει, ο Neil Diamond ν' ανεβαίνει! Και η σκηνή να γεμίζει συνέχεια με μουσικούς, Ronnie Wood, Paul Butterfield, Eric Clapton, Ringo Starr, της κακομοίρας μιλάμε! Μόνο ο Dylan μου ξύνιζε λιγάκι, με αυτό το ύφος της μεγαλοφυΐας και το καπέλο της ηλιοθεραπείας, εντάξει μεγάλε, σε θαυμάζουμε και σε προσκυνάμε, κάνε παραδίπλα τώρα!

Όταν έχεις ξεκινήσει μια ταινία με το τελευταίο encore της συναυλίας, πώς διάβολο θα την τελειώσεις; Μα με το κλείσιμο πριν το encore, πώς αλλιώς; Όπου όλος ο καλός ο κόσμος είναι επί σκηνής και τραγουδάει, παίζει, σολάρει, σαχλαμαρίζει, κανιβαλίζει, ψιλοκουβεντιάζει, ερμηνεύοντας το "I Shall Be Released". Με τους τίτλους τέλους καταλαβαίνεις ότι δεν πρόκειται απλώς για μια ταινία, πρόκειται για το τέλος μιας εποχής.

Decline of Western CivilizationΉταν το 1981 όταν η Penelope Spheeris δέχτηκε ένα γράμμα από τον Αρχηγό της Αστυνομίας του Λος Άντζελες, ο οποίος απαιτούσε να σταματήσουν οι προβολές του ντοκυμαντέρ της με τίτλο The Decline of Western Civilization. Φυσικά η ταινία κατέβηκε από τους σινεμάδες στους οποίους ήδη παιζόταν και μετατράπηκε αυτομάτως σε καλτ θρύλο. Περί τίνος πρόκειται;

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, δηλαδή, από την αφίσα της ταινίας. Όπου εικονίζεται ο Darby Crash (ο τραγουδιστής των Germs) ξαπλωμένος στη σκηνή με κλειστά μάτια. Το θέμα είναι βέβαια ότι ο Darby είχε πεθάνει κάτι μήνες πριν την κυκλοφορία της ταινίας από υπερβολική δόση (κάποιοι έλεγαν ότι είχε επιλέξει να αυτοκτονήσει με αυτό τον τρόπο). Αν τώρα αυτό σου φαίνεται κάπως χοντροκομμένο ή ασεβές, αρκεί να σου πω ότι το φιλμ είναι ακόμα πιο βάναυσο.

Η Spheeris κινηματογραφεί με την ευελιξία ελέφαντα που κάνει πιρουέτες σε κατάστημα γυαλικών, το πλάνο γεμίζει με κόσμο που κοπανιέται, χορεύει, φτύνει, ποζάρει, όσο στη σκηνή οι τεράστιοι Χ παίζουν τον υπνωτικό σκοπό του "Nausea". Ο φακός φεύγει από το συγκρότημα και ψάχνει μέσα στο πλήθος, η εικόνα παγώνει κάθε φορά που πετυχαίνει κάποιον από τους πρωταγωνιστές. Η υπόθεση βρωμάει φασαρίες από μίλια μακριά.

Και για όποιον χρειάζεται πρόσθετες αποδείξεις ακολουθεί ένα οπτικό κολάζ από τους τραγουδιστές των συγκροτημάτων όσο διαβάζουν στο κοινό την ανακοίνωση ότι η συγκεκριμένη εμφάνιση κινηματογραφείται. Πρόκειται στην κυριολεξία για ένα ταξίδι στην διαταραχή, από την κατατονική σχιζοφρένεια του Lee Ving των Fear, ο οποίος ψελλίζει το γραπτό κείμενο, μέχρι την αυτοκαταστροφικότητα του Darby Crash που ουρλιάζει: «οι γαμημένες οι φάτσες σας θα βιντεοσκοπηθούν και οι αυτοί που γυρίζουν την ταινία θα τις κάνουν ότι σκατά γουστάρουν», εδώ παρελαύνει η Άγρια Πλευρά του Λος Άντζελες με δόξα και τιμή, κλωτσιές και μπουνιές.

Η δομή που ακολουθείται είναι απλή και κυκλική:
- το συγκρότημα στη σκηνή,
- το συγκρότημα στον χώρο του,
- ένας μουσικοκριτικός του fanzine Slash που αναλαμβάνει να εξηγήσει «επιστημονικά» το φαινόμενο.

Αλλά αυτό που συμβαίνει στις συναυλίες δεν είναι καθόλου απλό. Το ξύλο πάει σύννεφο, χωρίς να εξαιρούνται από αυτό τα μέλη των συγκροτημάτων ακόμα κι όταν παίζουν τη μουσική τους, τα μπουκάλια σπάνε με ρυθμό φθινοπωρινής μπόρας, οι θεατές ανεβαίνουν ανενόχλητοι στη σκηνή και δεν έχουν κανένα πρόβλημα να πετάξουν τον τραγουδιστή κάτω από αυτή, ο ροχαλοπόλεμος διαδέχεται τις οργισμένες εκτελέσεις των τρίλεπτων κομματιών. Και τα συγκροτήματα είναι απίστευτα. Όχι καλά ή άσχημα, όχι ταλαντούχα ή ατάλαντα, όχι βιρτουόζοι ή «κουλοί», απλώς απίστευτοι!

Exene CervenkaΕννοώ ότι οι Χ είναι βεβαίως τεράστιοι, τόσο ερμηνευτικά όσο και μουσικά και στιχουργικά. Εκτελούν ένα σετ που περνάει από την ψυχεδελική μουσική κληρονομιά των Doors με το "Unheard Music", ροκενρολάρει ανελέητα (με δολοφονικούς στίχους) στο "Johnny Hit and Run Paulene" και κορυφώνεται στο πανκ του "We're Desperate". Στα πλάνα συνέντευξης που παρεμβάλλονται ο John Doe χτυπάει ένα τατουάζ με παραμάνα (και το αίμα ρέει) όσο μιλάει η Exene, ενώ ο φοβερός Billy Zoom μοιάζει πιο cool από εικόνισμα του Elvis Presley.

Όταν έρχεται η σειρά των Germs διαπιστώνεις ότι τα παιδιά δεν είναι δα και οι νέοι Beatles, αλλά αυτό δε μοιάζει να τους απασχολεί ιδιαίτερα. Ο Darby Crash επιδίδεται σε αυτοτραυματισμούς επί σκηνής και συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, η Lorna Doom εξηγεί τις δυσκολίες της συγκατοίκησης με ένα τέτοιο άτομο και όλοι μοιάζουν έτοιμοι να πλακωθούν στις μπουνιές.

Οι Black Flag ρίχνουν χωρίς ανάσα ένα σετάκι "White Minority", "Depression", "Revenge", με τον τραγουδιστή τους τον Μεξικάνο Ron Reyes να αγνοείται, είτε χαμένος μέσα στο πλήθος των θεατών όπου επιδίδεται σε διακριτικά κλωτσίδια, είτε πάνω στη σκηνή περικυκλωμένος από μεθυσμένους που επιμένουν να τον συνοδεύουν στα φωνητικά, με αμφίβολα καλλιτεχνικά αποτελέσματα. Στη συνέντευξη ανακαλύπτεις τον λόγο για τον οποίο το συγκεκριμένο συγκρότημα λατρεύτηκε από τον αναρχικό χώρο. Οι άνθρωποι ζουν σε ένα ερειπωμένο κοινόβιο, ο Reyes είναι αναγκασμένος να κρύβεται σε κάτι αραχνιασμένα πατάρια ή στις βρώμικες τουαλέτες κάθε φορά που κάνει έφοδο η αστυνομία γιατί δεν έχει χαρτιά, αν ψάχνεις έναν ορισμό του καθαρού πάνκ θα τον βρεις σε αυτό το βρώμικο σκηνικό.

Οι Circle Jerks και οι Fear δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις μιας και κυριάρχησαν στον χώρο για κάμποσα χρόνια. Αλλά, για να καταλάβεις την ακατέργαστη δύναμη που βγάζει η συγκεκριμένη ταινία, θα πρέπει να σου πω ότι αυτά τα δύο συγκροτήματα δείχνουν πολύ mainstream εκεί μέσα, σε σύγκριση με τους υπόλοιπους!

Οι Alice Bag Band απλώς κόβουν κώλους επί σκηνής και στη συνέντευξή τους διηγούνται όμορφες ιστορίες, όπως για παράδειγμα ότι βρήκαν έναν πεθαμένο μια μέρα στην πίσω αυλή του σπιτιού τους και δεν ξέρανε τι να τον κάνουν, οπότε στο τέλος κατέληξαν να ξαπλώνουν δίπλα του και να τραβάνε φωτογραφίες.

Οι Catholic Discipline είναι, κατά κύριο λόγο, ο τραγουδιστής Kickboy Face, μια μούρη τεράστια, με σκουλαρίκια, σπασμένα δόντια και χαλαρό στυλάκι πορτορικάνου νταβατζή. Μουσικά δεν ξετρελαίνουν, αλλά στιχουργικά είναι άπιαστοι - ειδικά το "Barbie Doll Lust" τσακίζει κόκαλα.

Ναι, ξέρω, η Penelope Spheeris εξελίχθηκε σε σκηνοθέτιδα «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω» κυκλοφορώντας ακόμα δυο μέρη του Decline of Western Civilization, αναφορικά με τη heavy metal και τη νεο-πανκ σκηνή του Λος Άντζελες. Ξέρω, έβγαλε εκείνη τη σούπα, το Wayne’s World. Ναι, κατάντησε πλέον μαϊντανός που φωτογραφίζεται με όποιον τύχει να κάτσει δίπλα της. Αλλά το συγκεκριμένο φιλμ είναι πιο δολοφονικό από απέρκατ του Mike Tyson και πιο αιμοσταγές από όλες τις Παρασκευές και 13 μαζεμένες. Το αγγλικό πανκ ήταν η έμπνευση, αλλά το αμερικάνικο πανκ υπήρξε η ακατέργαστη δύναμη που ισοπέδωνε ό,τι έβρισκε μπροστά του. Όσοι δεν είχαμε την ευτυχία να το ζήσουμε από κοντά (και γι΄αυτό παραμένουμε αρτιμελείς άλλωστε), θα ευγνωμονούμε για πάντα την Πηνελόπη που μας το Σφύριξε.

Lux InteriorΜια φορά κι έναν καιρό (ας πούμε στα τέλη της δεκαετίας του '70) υπήρχε ένας μουσικός παραγωγός ονόματι Miles Copeland ο 3ος που είχε κάποιο κόλλημα με τις Κρατικές Υπηρεσίες. Ξεκίνησε μανατζάροντας το συγκρότημα του αδερφού του Steward το οποίο ονομαζόταν Police κι όταν αποφάσισε να επεκτείνει τις δραστηριότητές του έστησε μια εταιρεία την οποία βάφτισε IRS Records. Ο παλιόφιλος ο Miles είδε γρήγορα τις δυνατότητες του μουσικού συνονθυλεύματος που καθιερώθηκε να λέγεται 'New Wave', τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Αγγλία και άρχισε να κλείνει συγκροτήματα του είδους, σωρηδόν. Στην προσπάθειά του να προωθήσει τα συγκροτήματά του μάζεψε ένα σωρό ζωντανών εμφανίσεων και έφτιαξε έναν φιλμικό κατάλογο τον οποίο ονόμασε Urgh! A Music War. Το φιλμ βγήκε στις αίθουσες το 1982 αλλά έφτασε στην Ελλάδα δ;yο χρόνια αργότερα, το 1984. Ήταν το γεγονός της χρονιάς για όσους από εμάς ακούγαμε αυτή τη μουσική κι έτσι βρέθηκα στην ΕΛΛΗ με τη λαχτάρα χοντρού παιδιού που του προσφέρουν δυο ώρες ξενάγηση σε ζαχαροπλαστείο.

Το φιλμ ήταν πιο ακατάστατο από ερασιτεχνική βιντεοσκόπηση φοιτητικού πάρτυ (αλλά εξίσου ενθουσιώδες), τα συγκροτήματα εμφανίζονταν χωρίς κάποια σειρά, χωρίς χρονικό προσδιορισμό, χωρίς καν μουσική συνάφεια, με μια απλή αναγραφή του ονόματoς και της πόλης τους στον υπότιτλο, τα τραγούδια που έπαιζαν δεν ήταν τα καλύτερά τους, οι εκτελέσεις ήταν από επίπεδες μέχρι φανταστικές (με όλες τις διαβαθμίσεις της κλίμακας παρούσες), ενδιάμεσα έπεφταν ελάχιστα πλάνα με τα συγκροτήματα εκτός σκηνής (κι αυτό όχι πάντα), υπήρχε μέχρι και κινηματογράφιση τραγουδιού ενώ είχε ήδη παιχτεί το πρώτο κουπλέ! Παρ' όλα αυτά το φιλμ ήταν ανεπανάληπτη εμπειρία!

Δεν ξέρω πώς το κατάφεραν αυτό, ίσως η μουσίτσα ο Miles να επέλεξε ηθελημένα την καταγραφή μέτριων εκτελέσεων από τα «μεγάλα ονόματα» προκειμένου να γεφυρωθεί η διαφορά επιπέδου με τους «μικρότερους», αλλά το φιλμ λειτουργούσε σαν μια καινούργια κατάδυση της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων. Όπου η Αλίκη (δηλαδή εγώ ο θεατής) πελαγοδρομούσε μεταξύ απορίας (καλά, δεν βρήκαν καλύτερο κομμάτι τους να βάλουν;) και σοκ (τι είναι αυτό που βλέπουν τα μάτια μου;) Μην ξεχνάς ότι μιλάμε για το 1984, όταν η οπτική επαφή των Ελλήνων με τα συγκροτήματα του New Wave περιοριζόταν (πέραν των ελάχιστων συναυλιών) σε κάτι κακοφωτισμένες ασπρόμαυρες φωτογραφίες των μουσικών εντύπων.

Το φιλμ ανοίγει με μια φλαταδούρα εκτέλεση του "Driven to Tears" από τους Police αλλά πριν προλάβεις να χασμουρηθείς εμφανίζονται οι Wall of Voodoo και το πράγμα αρχίζει να μυρίζει ιδρώτα ανακατεμένο με χυμένη μπύρα. Έτσι πάει συνέχεια, ζεστό/κρύο, Gang of Four/Toyah... Στο τέλος, κάνοντας μια ανασκόπηση, ομαδοποιείς τα συναισθήματα.

Claus Nomi, Jello BiafraΠρώτα βάζεις όσους ήθελες να δεις και σε συνάρπασαν: Wall of Voodoo, Chelsea (εντελώς στην πρίζα εκτέλεση του "I’m On Fire"), Dead Kennedys (η πρώτη φορά που έβλεπα τον Jello Biafra επί σκηνής κι έμεινα κάμποσο μαλάκας), XTC (τον λάτρεψα τον Andy κι επί σκηνής και ας ήτανε τόσο αχώνευτος), Steel Pulse, Cramps (επίσης πρώτη μου επαφή με τον Lux, τι να λέμε τώρα!), 999 και Members (πανκ του σκοτωμού), Gang of Four (τι ντύσιμο ήταν αυτό; τι καλά παιδιά! και πόσο γαμάτη μουσική παίζανε;), Χ (λίγο έπαιξαν, άστους κάνα μισάωρο να μας τρελάνουν ρε σκηνοθέτα!), Fleshtones (κανονικό εφηβικό πάρτυ) και UB40 (πολύ πανηγύρι).

Μετά κατατάσσεις όσους περίμενες να δεις και σε απογοήτευσαν: Orchestral Manoeuvres in the Dark (φλώροι), Echo and the Bunnymen (γιατί τόσο άψυχος ρε Ian;), Devo (εντάξει, τους γούσταρα έτσι που κοπανιόντουσαν πάνω στη σκηνή, αλλά γιατί φορέσατε τα πορτατίφ στα κεφάλια ρε παιδιά;)

Στη συνέχεια όσοι δεν είχες όρεξη να δεις: Police (ποτέ δεν ήταν μέσα στις προτιμήσεις μου αλλά βλέπονταν μια χαρά), Toyah (ξουτ!), The Go-Go's (την εποχή που ήταν ακόμα τετράπαχες αγελάδες αλλά στη σκηνή δίνανε τα ρέστα τους), Joan Jett (εντάξει, σεβαστή η προϊστορία και το στυλ, άσε μας τώρα να δούμε τίποτα καινούργιο!), Gary Newman (καλός ήταν, αν και δεν με τρέλαινε ποτέ η ηλεκτρονική μουσική, αλλά πάρκαρε παλικάρι μου την πολυθρόνα, μας κούρασες με το πήγαιν' έλα).

Υπήρχαν κι αυτοί που είχες ψιλοακούσει αλλά εκεί τους αγάπησες: Oingo Boingo (τρομεροί!), Athletico Spizz 80 (το λιώσανε το σανίδι και «Πού διάολο είναι ο κάπτεν Κερκ» τέλος πάντων;), Au Pairs (τι γκρουπάρα!), Pere Ubu (κάπου είχα διαβάσει πιο πριν γι΄αυτόν αλλά δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ήταν ο νεκραναστημένος John Belushi), Alley Cats (psychobilly του κερατά!)

Άφησα για το τέλος τις ακραίες στιγμές του φιλμ: την εμφάνιση του Klaus Nomi (αυτή την ακροβασία ανάμεσα στην θεατρικότητα και τη γελοιότητα ενός καλλιτέχνη με τεράστια φωνή), τους Invisible Sex (από ποιο τσίρκο τους φέρανε;), τον Skafish (σιγά με το λιβανιστήρι αδερφέ!), τους Surf Punks (είναι καλά βρεμένη η σανίδα;) και τον John Cooper Clarke (αυτόν τον ποιητή που μπλέχτηκε με το New Wave αλλά ποτέ δεν κατάλαβα το γιατί).

Τελικά το Urgh! ήταν αυτό που έλεγε ο τίτλος του, «Ένας μουσικός πόλεμος». Κι ο φιλαράκος ο Miles μας βομβάρδισε με όσα πυρομαχικά διέθετε χωρίς να ενδιαφερθεί αν ήταν θανατηφόρα ή τζούφια, εκρηκτικά ή άσφαιρα. Θυμάμαι πάντως ότι βγαίνοντας από την ΕΛΛΗ ήμουν σίγουρος ότι το New Wave ήταν η πιο ενδιαφέρουσα μουσική του πλανήτη.

Την πρώτη κοπέλα που ερωτεύτηκα την πήγα να δούμε το Last Waltz και κάμποσα χρόνια αργότερα είδα την τελευταία παράσταση των Spiders from Mars έχοντας μόλις εισπράξει μια μεγαλοπρεπή χυλόπιτα. Είδα το Decline of Western Civilization μια βδομάδα πριν αποκτήσω την πρώτη μου μηχανή και το Urgh! όταν έμαθα ότι πέρασα στο Πανεπιστήμιο. Κάπως έτσι πήγε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου και τώρα που τα ξανασκέφτομαι δεν μπορώ να θυμηθώ τη φάτσα της κοπέλας που είχα πρωτοερωτευτεί ή της άλλης που μου έριξε χυλόπιτα. Δεν θυμάμαι τον ήχο της πρώτης μου μηχανής, ούτε και το τι έκανα τις πρώτες μου μέρες σαν φοιτητής. Αλλά θυμάμαι το "My Death", το "Ophelia", το "Nausea" ή το "Total Eclipse" σα να τα είδα χτες βράδυ στο πανί του σινεμά. Και δεν ξέρω τι απ' όλα με σημάδεψε περισσότερο.

back to articles

περισσότερες στήλες