8miles

Ποιος είναι επιτέλους αυτός ο Τέλης Στεφανής;

[Άντα Λαμπάρα - 30/03/13]

Ο Μιχάλης Καφαντάρης είναι ένας νέος, ανερχόμενος σκηνοθέτης με δύο ταινίες στο ενεργητικό του («Φίδισσα» και 'Dragana' - animation) και ένα ντοκυμαντέρ 'Greeceland'. Επίσης αυτή τη περίοδο σκηνοθετεί τα ντοκιμαντέρ «Εδώ δεν υπάρχει άσυλο» και «Ποιος είναι επιτέλους αυτός ο Τέλης Στεφανής;».

Το σενάριο για το δεύτερο από αυτά ξεκίνησε να γράφεται τη δεκαετία του '60 από μια παρέα τεχνικών και σκηνοθετών που σκοπό τους είχαν να γυρίσουν μια ταινία που θα αμφισβητούσε τον ελληνικό κινηματογράφο όπως είχε διαμορφωθεί μέχρι τότε. Ο κινηματογραφιστής Μιχάλης Καφαντάρης θα μας μιλήσει για το πώς βλέπει αυτό το σενάριο από τη δική του οπτική γωνία και για το πώς θα καταφέρει να ενώσει αυτό που βρίσκεται πίσω από την οθόνη με αυτό που βρίσκεται μπροστά από αυτή.

Wild Thing: Πότε ξεκίνησε η ενασχόληση σου με τη σκηνοθεσία και γιατί επέλεξες αυτό το μέσο σαν τρόπο έκφρασης;

Μιχάλης Καφαντάρης: Η ενασχόληση μου με την σκηνοθεσία δεν ξέρω πότε ακριβώς ξεκίνησε, αλλά συνέχισε όταν ανακάλυψα ότι δεν μου είχαν μείνει άλλα βιβλία στο σχολείο για να ζωγραφίσω στην άκρη της σελίδας την ώρα του μαθήματος. Έβαζα το βιβλίο πλάγια και στο κενό κάθε σελίδας ζωγράφιζα και από ένα καρέ, μετά τις άφηνα να πέφτουν γρήγορα η μία πάνω στην άλλη και έτσι σχηματιζόταν το κινούμενο σχέδιο. Συνήθως έβαζα νίντζα να μονομαχούν, ήταν της μόδας τότε οι ταινίες καράτε. Mετά σπούδασα ανιμέιτορ μαζί με ό,τι αυτό συνεπάγεται.Το κινούμενο σχέδιο είναι μια πολύ καλή εξάσκηση από άποψη σκηνοθεσίας, γιατί πρέπει να εφεύρεις τα πάντα από το μηδέν. Γενικότερα πάντως νομίζω πως τη σκηνοθεσία δεν την επιλέγεις με τον τρόπο που θα επιλέξεις να γίνεις μουσικός ή ζωγράφος. Είναι μια μακρυά και αργή διαδικασία που εξελίσσεται σε όλους μας από την στιγμή που αρχίζουμε να περπατάμε. Σκηνοθετούμε διαρκώς τον εαυτό μας, που έχει πει και ο Νικολαίδης, αλλά και το περιβάλλον μας και μάλιστα επιλέγουμε και ανάλογο φωτισμό και σάουντρακ για την κάθε σκηνή. Κάποιοι το παρακάνουν και τυχαίνει στο τέλος να καταλήγουν πίσω από τις κάμερες και να δίνουν οδηγίες από εκεί.

WT: Από που προήλθε η ατάκα «Ποιος είναι επιτέλους αυτός ο Τέλης Στεφανής»;

ΜΚ: Υπάρχει μια ταινία των Σακελλάριου/Γιαννακόπουλου γυρισμένη στις αρχές της δεκαετίας του '60 που λέγεται Όταν λείπει η γάτα. Μέσα στους ρόλους της ταινίας υπάρχει και αυτός του τραγουδιστή Τέλη Στεφανή. Βάσει σεναρίου δημιουργείται ένα μπέρδεμα σχετικά με την ταυτότητά του από μία στιγμή και μετά και όλοι ψάχνουν να βρουν ποιος είναι, οπότε ακούγεται και η ατάκα που χρησιμοποιήσαμε εμείς σαν τίτλο. Ο τίτλος έχει κάτι γελοίο, ώστε να τραβάει την προσοχή και να αναπαράγεται σαν ερώτηση από στόμα σε στόμα. Όμως πίσω από το αστείο κρύβεται μια άλλη σημαντική κατά την άποψη μου ερώτηση που ακόμα περιμένει απάντηση. Όταν λοιπόν ρωτάς «ποιος είναι επιτέλους αυτός ο Τέλης Στεφανής;» και παρακολουθήσεις το πρότζεκτ είναι σαν να ρωτάς, ποιος είναι επιτέλους αυτός ο «παλιός καλός ελληνικός κινηματογράφος». Το ντοκυμαντέρ αλλά και η δραματοποιημένη ταινία που προκύπτει προσπαθεί να δώσει μια απάντηση.

WT: Μίλησε μου γι' αυτό το μυστικό σενάριο και την πλοκή του;

ΜΚ: Κατ' αρχήν το πρότζεκτ Τέλης Στεφανής παρουσιάζεται σε δύο παράλληλα επίπεδα. Το πρώτο έχει να κάνει με το κομμάτι του ντοκυμαντέρ και την έρευνα μας γύρω από την υπόθεση «μυστικό σενάριο». Ο μύθος λέει πως τη δεκαετία του '60 μία ομάδα τεχνικών που δούλευαν για τις κινηματογραφικές εταιρίες της εποχής, αποφάσισαν να γράψουν το σενάριο για μια ταινία που θα γύριζαν κρυφά με στόχο να την προβάλλουν στο εξωτερικό ως διαμαρτυρία για την πορεία που είχε πάρει ο ελληνικός κινηματογράφος, την εποχή μάλιστα που χαρακτηρίζεται ως «η χρυσή δεκαετία» γι' αυτόν. Είναι μια παράξενη υπόθεση που απαιτεί έρευνα και τεκμηρίωση, γιατί έχουν περάσει σχεδόν πενήντα χρόνια από τότε. Το δεύτερο επίπεδο έχει να κάνει με την προσπάθεια από τη δικιά μας πλευρά να ενώσουμε τα κομμάτια αυτού του χαμένου σεναρίου και να γυρίσουμε την ταινία που θα προέκυπτε. Στόχος μας είναι να γυρίσουμε μια αυθεντική ελληνική ταινία της δεκαετίας του '60 και όχι μια ταινία που απλώς θα παραπέμπει σε εκείνη την εποχή. Κανείς μας δεν λέει ότι το εγχείρημα είναι εύκολο, αλλά αξίζει τον κόπο.

Τώρα σχετικά με την πλοκή του σεναρίου μπορεί πάντα κάποιος να διαβάσει διάφορα στοιχεία που δίνουμε κατά καιρούς στη σελίδα μας στο facebook αλλά και στο telisstefanis.blogspot.gr.

Σε γενικές γραμμές το σενάριο γυρίζει γύρω από μια γυναίκα, την «Μπίμπη Καρνέζη», που ζει κάπου στα τέλη του '50 με αρχές '60, όταν ξεκινάει δηλαδή η λεγόμενη «χρυσή δεκαετία» του ελληνικού κινηματογράφου, και έναν άνδρα τον «Αχιλλέα Δωδεκάτου» που ζει σε μια εποχή κάπου στο μέλλον και όπου σύμφωνα με το σενάριο ο ελληνικός κινηματογράφος έχει πλέον καθιερωθεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι δυό τους θα συναντηθούν σε ένα όνειρο, όχι όμως τυχαία. Θα ανακαλύψουν πως ο σατανάς που στην ταινία εμφανίζεται ως σκηνοθέτης τους έχει ενώσει σ' αυτό το όνειρο για να γράψουν χωρίς να το ξέρουν ένα σενάριο που, αν γυριστεί, θα καταστρέψει τον ελληνικό κινηματογράφο. Οι δύο ήρωες θα προσπαθήσουν να εμποδίσουν αυτή την καταστροφή. Τώρα μπορεί κάποιος να σκεφτεί γιατί ολόκληρος σατανάς χρειάζεται δύο ανθρώπους για να γράψουν ένα σενάριο και δεν το κάνει μόνος του. Είναι και η απορία των δύο πρωταγωνιστών άλλωστε. Την απάντηση την δίνει ο Ν. Καζαντζάκης που εμφανίζεται στην ταινία ως συγγραφέας αλλά και ως τοκογλύφος. Λέει λοιπόν στους δύο πρωταγωνιστές όταν τον συναντούν στο κοινό τους όνειρο...  «ο θεός κάνει την παραγωγή, ο σατανάς τη σκηνοθεσία, τα σενάρια τα γράφουν οι άνθρωποι».

WT: Ο Νίκος Καζαντζάκης συγκαταλέγεται στην ίδια σειρά και κατάταξη με τους κλασικούς συγγραφείς όλου του κόσμου - Δάντη, Σαίξπηρ, Γκαίτε... Με τι τρόπο επιλέχθηκε ο χαρακτήρας του Νίκου Καζαντζάκη στο ντοκυμαντέρ και γιατί;

ΜΚ: Ο Καζαντζάκης είναι ένας συγγραφέας που προτάθηκε τρεις φορές για Νόμπελ. Αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους έλληνες σύγχρονους λογοτέχνες και ως ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως, ήδη πριν τη δεκαετία του '60. Για την Ελλάδα την ίδια εποχή όμως ήταν πάνω απ' όλα ο άθεος συγγραφέας με τον εμπρηστικό λόγο. Είναι ένα είδος κακού που τρομοκρατεί τη μέση συντηρητική ελληνική κοινωνία του '60. Θυμάμαι, είχα ακούσει τον Γιάννη Ζουγανέλη να λέει ότι όταν ήταν μικρός τον σταμάτησε αστυνομικός και τον χτύπησε στο δρόμο γιατί κρατούσε βιβλίο του Καζαντζάκη. Μέσα στο σενάριο λοιπόν έχει έναν παράξενο διπλό ρόλο. Πέρα από ας πούμε «καταραμένος» συγγραφέας, μεταφορικά θα μπορούσε να είναι ο μυστηριώδης κακός του ελληνικού κινηματογράφου εκείνης της δεκαετίας.

Έτσι ενώ με την πρώτη ιδιότητα εμφανίζεται στον ύπνο των πρωταγωνιστών για να δώσει λύσεις, με την δεύτερη ιδιότητα, συγγεκριμένα αυτή του «κακού Τοκογλύφου», κυνηγάει τον πρωταγωνιστή για χρέη στα χαρτιά. Υπάρχει μια σκηνή που ο πρωταγωνιστής παίζει χαρτιά. Είναι ένα κλισέ που εμφανίζεται μαζί με το στριπτίζ σχεδόν σε όλες τις λεγόμενες «αστυνομικές» ελληνικές ταινίες του '60. Σύμφωνα με όσα έχουν προκύψει από την έρευνα για το σενάριο, ο Καζαντζάκης εμφανίζεται ως κακός τοκογλύφος που δάνεισε κάποτε στον ελληνικό κινηματογράφο έστω και από σπόντα ένα μυθιστόρημα, τον εγκλώβισε σε ένα βασανιστικό φολκλόρ και από τότε ζητάει υπέρογκους τόκους και δεν τον αφήνει να πλουτίσει με νέες ιδέες, με νέα είδη κινηματογράφησης, με αστική πλοκή, με φαντασία, όπως γινόταν ταυτόχρονα στους κινηματογράφους των περισσότερων αναπτυγμένων χωρών εκείνη την εποχή.

WT: Πιστεύεις ότι η δεκαετία του '50 και του '60 έφερε παγκόσμιες αλλαγές στο κινηματογράφο;

ΜΚ: Και βέβαια. Ουσιαστικά τη δεκαετία του '50 και '60 εφαρμόστηκαν δυναμικά σε διεθνές επίπεδο, παλαιότερες ιδέες και σκέψεις πάνω στην εξέλιξη της κινηματογραφικής τέχνης. Ήταν μια εποχή επανάστασης και εξελίξεων. Το σινεμά έφυγε από τα σκηνικά των κινηματογραφικών πλατώ και βγήκε έξω στο φυσικό περιβάλλον, στην πραγματικότητα. Μάλιστα είναι η εποχή που σκηνοθέτες που ζουν και εργάζονται στον ελλαδικό χώρο όχι απλώς διαπρέπουν και κοντράρουν ανοιχτά με τη δουλειά τους ιερά τέρατα όπως ο Federico Fellini ή ο Vittorio de Sica, αλλά συχνά φαίνεται να προπορεύονται. Την ίδια στιγμή όμως παρατηρείται και μια στασιμότητα τεχνικά και θεματικά στις ελληνικές παραγωγές, που όχι απλώς μας άφηνε πίσω σε σχέση με το εξωτερικό, αλλά οδήγησε μοιραία και στην καταστροφική (σύμφωνα τουλάχιστον με την άποψη του πρότζεκτ Τέλης Στεφανής ) διάσπαση του ελληνικού κινηματογράφου σε «παλαιό» και «νέο».

WT: Γιατί επέλεξες να κινηθείς περισσότερο στο χώρο του ντοκυμαντέρ;

ΜΚ: Θα μπορούσα να πω ότι το ντοκυμαντέρ είναι η αλήθεια και ότι η αλήθεια είναι πάντα πιο συναρπαστική από τη μυθοπλασία και είναι όμορφο και τρομακτικά ενδιαφέρον να καταγραφείς την ανθρώπινη ιστορία και γι' αυτό το επέλεξα, αλλά θα έλεγα περίπου ψέματα. Η αλήθεια είναι ότι επέλεξα το ντοκυμαντέρ, γιατί δεν έχει υπάρξει μέχρι στιγμής εταιρία να μου εμπιστευτεί ηθοποιούς και παραγωγές μυθοπλασίας που απαιτούν χρήματα για να στηθούν και ταλέντο για να σκηνοθετηθούν.

WT: Πώς επιλέγεις τη μουσική υπόκρουση που χρησιμοποιείς για κάθε ντοκυμαντέρ σου;

ΜΚ: Μπορεί να πει κανείς ότι το θέμα είναι αυτό που καθορίζει και τη μουσική υπόκρουση. Δεν είναι ακριβώς έτσι όμως. Για παράδειγμα το να βάζεις μουσική ροκ εντ ρολλ σε μια σκηνή που ο Presley νιώθει συντριβή για το θάνατο της μάνας του, μόνο και μόνο γιατί ο Elvis είναι ο βασιλιάς του ροκ εντ ρολλ είναι μία ευκολία που ρίχνει αυτόματα τον πήχη. Χρειάζεται λοιπόν και μια μουσική που θα στέκεται ουδέτερη πάνω από το θέμα και θα συμβολίζει συναισθήματα που είναι κοινά πέρα από εποχές και θεματολογία. Με αυτή την έννοια επιλέγω τη μουσική που θα κάνει πιο ενδιαφέρον το τελικό μοντάζ.

WT: Υπάρχουν βασικές διαφορές μεταξύ παλαιού κινηματογράφου και νεοελληνικού κινηματογράφου... και αν ναι, πού εστιάζονται;

ΜΚ: Υπάρχει κατ' αρχήν η σχεδόν κοινή αντίληψη στη χώρα μας, για να γυρίσουμε σε αυτό που λέγαμε πριν, που χωρίζει τον κινηματογράφο σε «παλιό καλό ελληνικό» και σε « νέο ελληνικό κινηματογράφο». Όσο υπάρχει αυτή η διαφοροποίηση στο μυαλό μας, θα γεννάει και διαφορές ακόμα και εκεί που δεν υπάρχουν. Ο Κινηματογράφος είναι ένας και αδιαίρετος σχεδόν παντού στον κόσμο, ένας ζωντανός οργανισμός που εξελίσσεται, πότε με γρήγορο, πότε με αργό ρυθμό και με καλές και κακές στιγμές σ' όλες τις εποχές του, από τη μέρα που γεννήθηκε μέχρι σήμερα. Μάλιστα νομίζω πως η καλύτερη έκφραση που ακούγεται μέσα στο ντοκυμαντέρ σχετικά, είναι αυτή που διατυπώνει ο Γιώργος Μουζακίτης, γνώστης του θέματος όσο λίγοι στο χώρο. Λέει λοιπόν πως όχι μόνο δεν τίθεται θέμα παλαιού και νέου ελληνικού κινηματογράφου, αλλά είναι λάθος να λέμε ακόμα και «ελληνικός κινηματογράφος», όπως είναι λάθος να λέμε «αμερικάνικος» ή «ιταλικός». Υπάρχει απλώς κινηματογράφος που ακούγεται στα ελληνικά, στα αμερικάνικα, στα ιταλικά.

WT: Πιστεύω ότι οι άνθρωποι που ασχολούνται με οποιαδήποτε μορφή τέχνης εναποθέτουν κομμάτια του εαυτού τους στη πορεία των χρόνων, όμως νομίζω ότι επαναλαμβάνονται και συγχρόνως επέρχεται μία ιδεολογική κόπωση. Καλό λοιπόν θα ήταν πριν εκδηλωθούν αυτά τα σημάδια να αποχωρήσουν αξιοπρεπώς. Ποια είναι η δική σου άποψη;

ΜΚ: Τέχνες σαν τη μουσική, τη ζωγραφική και ενδεχομένως τον κινηματογράφο πέρα από αποτέλεσμα βιώματος αποτελούν και προϊόν «μέθεξης» και αυτό είναι γεγονός ακόμα και αν είναι κλισέ. Η ζωή η ίδια είναι κλισέ. Στα πλαίσια αυτής της μέθεξης λοιπόν προσπαθείς να εγκλωβίσεις τη φύση, τον ήχο, το φως, την κίνηση σε κάτι τεχνητό και η φύση βέβαια δεν θα σ' αφήσει να το κάνεις χωρίς να αντισταθεί. Υπάρχει μία νοητή αρένα και εκεί σε περιμένει κάθε φορά να την αντιμετωπίσεις από την αρχή μέχρι που μια μέρα ξεμένεις από νέες ιδέες, σταματάς να εξελίσσεσαι. Έτσι τουλάχιστον υπαγορεύει το κλισέ. Είναι επίσης σίγουρο ότι αν κανείς χρήση αυτής της αρένας μόνο και μόνο για να διατηρείς και να αναπαράγεις διαρκώς μία συνταγή που κάποτε είχε επιτυχία, αργά ή γρήγορα η ίδια η εξέλιξη θα σε βγάλει εκτός. Η μέθεξη όμως πολλές φορές παραμένει. Τουλάχιστον για ένα μουσικό, ζωγράφο, σκηνοθέτη που η τέχνη του τον έζησε για δεκαετίες και δεν ξέρει να κάνει τίποτα άλλο. Κατ' αυτή την έννοια πάντως νομίζω πως κανείς και τίποτα δεν θα έπρεπε να έχει το δικαίωμα στο όνομα της εξέλιξης να απαιτήσει από έναν καλλιτέχνη να πάψει να εξασκεί την τέχνη του, όσο «γερασμένος» ή «ξεπερασμένος» και αν είναι. Το πότε θα φύγει θα έπρεπε πάντα να μπορεί να το πει μονάχα ο ίδιος, αρκεί να είναι σε θέση να πάρει και τα ανάλογα ρίσκα.

WT: Μίλησέ μας για τους συντελεστές που θα πλαισιώσουν το ντοκυμαντέρ...

ΜΚ: Ας ξεκινήσουμε κατ' αρχήν με τους ηθοποιούς. Δεν είναι επαγγελματίες και αυτό γιατί μέσα από το πρότζεκτ θα προσπαθήσω να αποδείξω ότι ο κινηματογράφος του '60 έχει μπει τόσο έντονα στα βιώματα μας μέχρι σήμερα που όλοι με κάποια σωστή καθοδήγηση μπορούμε να ερμηνεύσουμε ρόλους του με επιτυχία. Η Αργυρώ Μουστάκα Βρεττού και ο Ανδρέας Παναγόπουλος έχουν το πιο δύσκολο έργο από αυτή την άποψη, αφού πρέπει να ερμηνεύσουν τους δύο πολύ απαιτητικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους. Συμμετέχουν η Κατερίνα Ρουχίτσα, ο Βασίλης Ζερβακάκης, η Κατερίνα Κοβαίου, η Εύη Λάμτσια, η Έλενα Αθανασίου, που παράλληλα δουλεύουν και στο συνεργείο κάνοντας εξαιρετική δουλειά ο καθένας στο πόστο του, ενώ στον ιδιαίτερο ρόλο του Νίκου Καζαντζάκη εμφανιίζεται ο Νεκτάριος Μαθιουδάκης. Στη διεύθυνση φωτογραφίας είναι ο ταλαντούχος και πάντα εφευρετικός Νίκος Χανιώτης, ενώ τη σκηνογραφία και γενικότερα την αναπαράσταση της δεκαετίας του '60 μέσα από επιλεγμένα αντικείμενα της εποχής έχει αναλάβει ο Joe Petropoulos, industrial designer / διαχειριστής του 'Retrosexual Vintage Shop' που χωρίς την συμβολή του τα πάντα θα ήταν πολύ πιo δύσκολα για όλους μας. Μέρος της μουσικής επένδυσης καθώς και συμβούλου έχει αναλάβει το πολύ δυνατό και με βαθειά γνώση στη μουσική του '60 συγκρότημα The Snails.

Για τις ανάγκες προώθησεις ολόκληρου του πρότζεκτ όμως έχουμε και το ραδιοφωνικό δελτίο Τέλης Στεφανής που φιλοξενεί κάθε Παρασκευή πρωί ο Αmagiradio στην εκπομπή «Ιστορίες για σκύλους και ελικόπτερα», που παρουσιάζει η εκρηκτική Celestial Drakos. Τη μουσική του δελτίου έχουμε την μεγάλη τύχη να επιμελείται η dj Nua Adria, ίσως η καλύτερη επαγγελματίας dj στο είδος της στην Ελλάδα, με ειδικότητα στη μουσική σουίνγκ, ενώ την επιλογή λαϊκού τραγουδιού (που σχεδόν όλες οι ελληνικές ταινίες του '60 είχαν και από ένα να ακούγεται) έχει αναλάβει η Λουκία Ρίζου - Παπιώτη με το ιδιαίτερο στυλ της.

Τέλος θα ήταν παράληψη να μην αναφέρουμε τους πολύτιμους φίλους Γιώργο Αθανασόπουλο και Γιώργο Φερτάκη, ιδιοκτήτες των δισκοπωλείων Hi Fidelity και Sonic Boom Records αντίστοιχα, για τη βοήθεια τους σε τεχνικά θέματα, καθώς και τον επίσης πολύτιμο φίλο και δημοσιογράφο Δημήτρη Μανιάτη για τη βοήθεια του σε θέματα έρευνας γύρω από την πολυτάραχη δεκαετία του '60.

back to articles

περισσότερες στήλες