8miles

Penny Dreadful

[Laertis - 07/11/13]

Τους Penny Dreadful τους μάθαμε στο Wild Thing πριν κάποιους μήνες μέσα από τη στήλη μας για τα βιβλία και τους ανθρώπους που περιστρέφονται γύρω από αυτά, το 'Fahrenheit 451'. Λογικό θα πει κανείς με τέτοιο όνομα - σε αυτόν τον κόσμο τίποτε, να ξέρετε, δεν είναι τυχαίο. Πριν λίγες βδομάδες κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο 'Deadwood', φρόντισαν να το ακούσουμε, μας άρεσε - κοινές αναφορές, βλέπετε, που πάνε πίσω στα 80s - και αποφασίσαμε ότι άξιζε τον κόπο να σας τους παρουσιάσουμε καλύτερα. Ο δίσκος τους είναι απλός στην παραγωγή του - μια κιθαριστική μπάντα με μουσικές και άλλες αναφορές στις ένδοξες ημέρες της ανεξάρτητης σκηνής και μια ντουζίνα τραγούδια που δεν χρειάζονται ιδιαίτερο φτιασίδωμα για να πουληθούν σε μας. Απλά είναι καλά. Ακολούθησε καφές και ανταλλαγή email και το αποτέλεσμα της κουβέντας μαζί τους το διαβάζετε στη συνέχεια.


Wild Thing: To Wild Thing έχει ασχοληθεί πάλι ξώφαλτσα με σας, μέσα από τη στήλη του για τα βιβλία, όπου ανέκρινε τον Γιάννη (Καλιφατίδη) για πολλά και διάφορα, μεταξύ των οποίων και τους Penny Dreadful. Τώρα, με το δίσκο σας έτοιμο, ήρθε η ώρα για μια κανονική σύσταση. Πέστε μας λίγα πράγματα για την προϊστορία του γκρουπ και του κάθε μέλους ξεχωριστά και για το πώς βρεθήκατε μαζί.

Νίκος: Η ιστορία των Penny Dreadful άρχισε επισήμως το 2010, αν και η αλήθεια είναι ότι οι ζυμώσεις είχαν αρχίσει από το 2006, όταν γνωρίστηκαν ο Γιάννης, ο Πάνος και ο Νίκος. Η γνωριμία αυτή έγινε μέσα σε ένα άκρως φιλόμουσο εργασιακό περιβάλλον, μιας και είχαμε την τύχη να συναναστραφούμε ανθρώπους που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ήταν και είναι βαθιά χωμένοι στη μουσική. Το 2011 προστέθηκε στην μπάντα ένας τέταρτος φίλος, ο Χρήστος. Έκτοτε, επιδοθήκαμε σε έναν χαλαρό μαραθώνιο από πρόβες, συναυλίες, συζητήσεις, ακροάσεις και αναζητήσεις, αξιοποιώντας τον χρόνο με τρόπο ώστε να γνωριστούμε καλύτερα μεταξύ μας τόσο ως μουσικοί όσο και ως άνθρωποι. Κάπως έτσι δοκιμάσαμε να μπούμε στο στούντιο και να απαθανατίσουμε τη στιγμή που, ολοκληρωμένη πλέον, ακούει στο όνομα Deadwood. Έχοντας όλοι μας αρκετή πείρα από τη συμμετοχή μας σε διάφορα γκρουπ (Into the Abyss, Empty Frame), ενώσαμε την τρέλα μας και το κοινό μας πάθος για τα πειραγμένα blues, την alt country και τη rock'n'roll σκηνή της Αυστραλίας.

Deadwood (album cover)WT: Υπήρχε στην αρχή μια ιδέα / κόνσεπτ για τους Penny Dreadful, για το μουσικό και στιχουργικό τους ύφος ή προέκυψε αυτό που ακούμε στο Deadwood στην πορεία, με δοκιμή και σφάλμα που λένε;

Πάνος: Η αρχική ιδέα ήταν απλή. Παίζουμε μαζί για να επικοινωνήσουμε, να εκφραστούμε και να ξεδώσουμε. Για όλους μας το βλέμμα ήταν στραμμένο προς τη Δύση και ο νους έτρεχε ελεύθερος στις αχανείς πεδιάδες της Αμερικής... Φυσικά το αποτέλεσμα δεν μπορούσαμε να το γνωρίζουμε πριν από τρία χρόνια, όταν αρχίσαμε να δουλεύουμε μαζί. Η ζύμωση γίνεται πάντα στις πρόβες, στα λάιβ και στο στούντιο.

WT: Μουσικά ο δίσκος είναι αρκετά συνεκτικός. Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για μια γενική alt country αίσθηση με μπόλικες όμως δόσεις 80s, dark 80s ή και αυστραλέζικων 80s. Ποια είναι τα ονόματα / συγκροτήματα που κουδουνίζουν στο μυαλό σας όταν γράφετε μουσική για τους Penny Dreadful;

Νίκος: Οι Gun Club, ο Nick Cave και οι Birthday Party, ο Johnny Cash, οι Triffids, αλλά και οι παλαιότεροι, όπως ο Neil Young και οι Velvet Underground, αποτέλεσαν έναν κοινό τόπο όσον αφορά τις μουσικές μας σταθερές. Από εκεί και έπειτα ο καθένας κινείται ελεύθερα...

Χρήστος: Επίσης, τα βρώμικα blues, που βγαίνουν κατευθείαν από τους βάλτους και τις φυτείες του αμερικανικού Νότου.

Πάνος: Να προσθέσω τους Creedence Clearwater Revival, αλλά και τους Clash, τους Violent Femmes και τους 16 Horsepower.

WT: Υπάρχουν όρια στο ύφος της μπάντας με τα οποία όλοι συναινούν και αισθάνονται άνετα ή μήπως όλα παίζουν; Μπορεί λ.χ. στο μέλλον να παίξετε και μ' άλλα ηχοχρώματα (πλήκτρα, πνευστά, ηλεκτρονικά, pedal steel κ.τ.λ.) ή και μ' άλλα μουσικά πεδία αναφοράς; Mε τα χρόνια έχουμε ακούσει και περίεργα υβρίδια που πάντα προκαλούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Γιάννης: Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το αποτέλεσμα του άλμπουμ να μην απέχει πολύ από αυτό που παίζουμε λάιβ. Πολλά έξτρα όργανα είναι ελκυστικά και μπορεί κάλλιστα να συμπεριληφθούν στο ένα ή στο άλλο κομμάτι, αλλά θα ήταν αδύνατον να έχουμε π.χ. ένα μόνιμο brass section ή ένα Hammond. Πάνω απ' όλα, είμαστε κιθαριστική μπάντα.

Πάνος: Ούτως ή άλλως πολλές φορές όταν κάνουμε πρόβα ηχούν νοερά στα αυτιά μας πνευστά ή ένα ακορντεόν. Είμαστε ανοιχτοί, γενικότερα, και τα τραγούδια είναι γραμμένα με τρόπο που να επιδέχονται «εξωτικής» ενορχήστρωσης.

Νίκος: Όπως λέει και ένας καλός φίλος, κάθε δημιουργικός άνθρωπος έχει ανάγκη να τρέφει την ψυχή του με σπάνιους και εκλεκτούς καρπούς. Υπό αυτή την έννοια, ποιος ξέρει τι θα λιγουρευτούμε στο μέλλον;

WT: Καθώς δεν έχω διαβάσει τους στίχους, θα με ενδιέφερε να μάθω τα θέματα των τραγουδιών - του καθενός ξεχωριστά. Ίσως έτσι καταλάβουμε τη διαδικασία με την οποία γεννιούνται τα τραγούδια σας. Γιατί το άλμπουμ λέγεται Deadwood;

Γιάννης: Κατά κανόνα, οι στίχοι προστίθενται αφού ολοκληρωθεί η φόρμα του τραγουδιού. Πολλές φορές πλανιέται στον αέρα μια γενική ιδέα, αλλά η μελωδική γραμμή της φωνής και οι εικόνες που γεννά η μουσική καθορίζουν τον τελικό στίχο. Το "Mark οf Cain" μιλάει για έναν τύπο που καταστρέφει ο,τιδήποτε αγγίζει, αλλά στην πραγματικότητα καταστρέφει τον ίδιο του τον εαυτό, ενώ κομμάτια όπως τα "So Far Apart", "Brand Νew Start", "No One's Left", "The Ocean's Floor" και "Gone" μιλούν για τον χωρισμό και την απώλεια γενικότερα. Στον δίσκο υπάρχουν επίσης δύο murder ballads, τα "God Only Knows" και "Six Feet Underground". Το "Over" είναι ένα ερωτικό 'hate song', ενώ το "The Devil in the Attic" μιλά για έναν τύπο που χάνει κάθε στήριγμα και κάθε δυνατότητα να ισορροπήσει στη ζωή.

Deadwood είναι σε ελεύθερη απόδοση αυτοί που πετιούνται στον δρόμο, όταν κάποιοι άλλοι παύουν να τους χρειάζονται. Οι τέσσερεις τύποι στο εξώφυλλο φεύγουν από μια πόλη είτε επειδή έχουν θεωρηθεί παρείσακτοι, είτε επειδή η κοινωνία που αφήνουν πίσω τους είναι για πέταμα.

WT: Πόσο χρόνο σας πήρε να γράψετε, να ηχογραφήσετε και να χτυπήσετε το δίσκο. Πέστε μας κάποια πράγματα για την πορεία προς το Deadwood. Επίσης για την ετικέτα και τη διανομή του.

Χρήστος: Τα περισσότερα από τα κομμάτια που περιλαμβάνονται στο Deadwood τα δουλεύαμε και τα τροποποιούσαμε σχεδόν τρία χρόνια. Οπότε, όταν ήρθε η στιγμή να μπούμε στο στούντιο, υπήρχε μια γενική κατεύθυνση την οποία θέλαμε να ακολουθήσουμε. Οι ηχογραφήσεις άρχισαν το καλοκαίρι του 2012 και ολοκληρώθηκαν περίπου τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Στη συνέχεια ακολούθησε μια μακρά περίοδος μίξεων με τη συνεργασία και τη φροντίδα του φίλου, πρωτίστως, συνεργάτη και παραγωγού Στέφανου Δουβίτσα μέχρι  να φτάσουμε στο τελικό αποτέλεσμα. Μόλις φτάσαμε στην τελική μορφή των κομματιών στείλαμε ένα δείγμα στις περισσότερες από τις ανεξάρτητες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Ωστόσο στην πλειονότητά τους δεν μας απάντησαν καν. Έτσι αποφασίσαμε να κυκλοφορήσουμε το Deadwood στην Β Μinor Records, μια μικρή ανεξάρτητη εταιρεία φίλων. Τη διανομή την αναλάβαμε μόνοι μας, πόρτα-πόρτα που λένε, αλλά με μεγάλη επιτυχία μέχρι τώρα.

WT: Πώς σκοπεύετε να προωθήσετε το δίσκο; Έχετε καθόλου σχέδια για το εξωτερικό;

Νίκος: Παίζοντας ζωντανά και όσο πιο δυνατά γίνεται. Όσο για το εξωτερικό δεν υπάρχει κάτι προς το παρόν είτε σαν σχέδιο είτε σαν σκέψη...

Γιάννης: Ο,τιδήποτε προκύψει θα το δούμε κατά περίπτωση και μέσα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων μας. Δεν κυνηγάμε κάτι πάση θυσία. Αλλά πιστεύουμε βαθιά σε αυτό που κάνουμε.

Μια γνωστή έκδοση 'penny dreadful'Χρήστος: Σε πρώτη φάση προγραμματίζουμε αρκετές ζωντανές εμφανίσεις εντός και εκτός Αθηνών, με πρώτη την επίσημη παρουσίαση του Deadwood το Σάββατο 9 Νοεμβρίου στο After Dark. Από εκεί και πέρα θα επιδιώξουμε να συνεργαστούμε και επί σκηνής με διάφορα ελληνικά γκρουπ γιατί αυτό είναι και το νόημα της ανεξάρτητης εναλλακτικής σκηνής - να στηρίζει η μία μπάντα την άλλη.

WT: Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι ένα σημερινό ελληνικό ροκ γκρουπ να προωθήσει τη δουλειά του στο εξωτερικό; Πιστεύετε ότι η ύπαρξη «ανεξάρτητης σκηνής» με την έννοια που δίναμε στον όρο στα 80s θα είχε νόημα σήμερα με τον κατακερματισμό της σκηνής και αν ναι, θα βοηθούσε στην προώθηση της δουλειάς σας εκτός «συνόρων»;

Χρήστος: Ζούμε στην εποχή του διαδικτύου και των social media, κάτι που ανοίγει τεράστιες πόρτες αν κάποιος θέλει να προωθήσει τη δουλειά του στο εξωτερικό - δεδομένων βέβαια και των δυσκολιών, καθώς η παγκόσμια κοινότητα έχει ακριβώς το μειονέκτημα ότι είναι παγκόσμια. Από την άλλη σίγουρα η ύπαρξη μιας σκηνής όπου θα μπορούσαν καλλιτέχνες να προωθούν τις δουλειές τους συλλογικά θα ήταν κάτι το ενδιαφέρον και θα βοηθούσε αρκετά, αλλά είμαστε ακόμη πολύ μακριά από κάτι τέτοιο. Οι περισσότεροι έχουν μάλλον εγκλωβιστεί στη ματαιοδοξία τους και στην έλλειψη διάθεσης συνεργασίας που, ούτως ή άλλως, υπήρξε βασικό χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας.

Πάνος: Αν παίζαμε metal, ίσως τα πράγματα ήταν πιο εύκολα. Έχουμε πολλά παραδείγματα φίλων μεταλλάδων που παίζουν με άνεση εκτός των πυλών. Στο ανεξάρτητο ροκ επικρατεί όντως κατακερματισμός της σκηνής και αυτό είναι πρόβλημα...

WT: Αν έπρεπε πολύ αυστηρά να διάλεξετε μόνον τρεις δίσκους ο καθένας για να έχετε να ακούτε (υπό περίεργες συνθήκες), τότε ποιοι θα ήταν αυτοί οι δίσκοι;

Χρήστος:
1) Pink Floyd - Animals
2) Kyuss - Welcome to Sky Valley
3) Woven Hand - Consider the Birds

Πάνος:
1) Cat Power - The Greatest
2) Love - Forever Changes
3) Screaming Trees - Dust
Aυτά ισχύουν τώρα, σε 10 λεπτά ίσως έχω αλλάξει γνώμη.

Νίκος:
1) Duke Ellington - Money Jungle
2) Nick Drake - Five Leaves Left
3) The United States of America - The United States of America

Γιάννης:
1) The Mothers of Invention - Absolutely Free
2) The Clash - Sandinista
3) Nick Cave & The Bad Seeds - The Firstborn is Dead

WT: Υπάρχουν κάποια άλλα ελληνικά γκρουπ, όχι που να σας αρέσουν (φαντάζομαι ότι αυτά είναι πάρα πολλά), αλλά που να πιστεύετε ότι βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος μουσικά με εσάς και θα μπορούσατε λ.χ. να συνδυάσετε στο μέλλον τις προσπάθειές σας, λ.χ. μέσω συλλογών, split δίσκων, κοινών εμφανίσεων; Ποια θα ήταν αυτά;

Γιάννης: Για μας είναι φύσει αδύνατον να θέλουμε να συνεργαστούμε με κάποιες μπάντες στο επίπεδο που αναφέρεις χωρίς να μας αρέσουν και χωρίς να υπάρχουν κοινό όραμα και αλληλοεκτίμηση. Μερικές από αυτές τις αδελφές μπάντες είναι οι Dustbowl, οι Thee Holy Strangers και οι Bog Art. Από εκεί και πέρα, θα συνεργαζόμασταν άνετα και με μπάντες που ναι μεν μπορεί να μην κολλάμε και τόσο μουσικά αλλά γουστάρουμε την τρέλα τους και τις θεωρούμε έντιμες σε αυτό που κάνουν, τόσο μουσικά όσο και σε προσωπικό επίπεδο.

WT: Ποια είναι τα πιο αγαπημένα σας spaghetti western;

Νίκος: Sergio Leone - όλα στο repeat! Το Il Mercenario, το Compañeros και φυσικά το Django του Sergio Corbucci και παρότι δεν είναι spaghetti, αλλά απλά μπορεί να συνυπολογιστεί στην ευρύτερη κατηγορία των 70s western ταινιών που έχει επιδράσει με τον μοναδικό avant garde τρόπο, θα έβαζα το El Topo του Alejandro Jodorowsky. (σσ. πολλαπλό 'thumps up'!)

Χρήστος: Τα πάντα αρχίζουν και τελειώνουν στον ανυπέρβλητο Sergio Leone και στη μουσική ιδιοφυΐα του Ennio Morricone, με ταινίες όπως τα A Fistful of Dollars, The Good, the Bad and the Ugly και Once Upon a Time in the West. Από εκεί και πέρα η έννοια και η φιλοσοφία πίσω από τα spaghetti western σίγουρα εξελίχθηκε μέσα στον χρόνο. Για παράδειγμα, οι ταινίες του Tarantino, και δεν εννοούμε μόνο το Django Unchained, είναι σίγουρα ταγμένες στην spaghetti αισθητική προβάλλοντας μια διαφορετική εκδοχή.

back to articles

περισσότερες στήλες