8miles

Χαίρε... μούχλα!

[Νίκος Διαμαντόπουλος - 20/04/12]

Φυσιολογικά, ξεκινάει κανείς με τη δική του άποψη για κάποια παράσταση και μετά σχολιάζει μιαν άλλη κριτική. Αμ δε! Δεν πρόκειται να μας αφήσει ούτε καν τον χώρο μιας λογικής αντίδρασης ο κ. Γεωργουσόπουλος. Τελευταίο του χτύπημα; Η ««κριτική»» του για την παράσταση Χαίρε Νύμφη της Λένας Κιτσοπούλου στο Θέατρο Τέχνης της οδού Φρυνίχου. Τα εισαγωγικά είναι συνειδητά διπλά (τρίδιπλα και βάλε έπρεπε κανονικά…) διότι πώς αλλoιώς να επισημάνεις ότι η θεατρική κριτική μετατράπηκε από τον συγκεκριμένο άνθρωπο για πολλοστή φορά σε λίβελλο – είναι σχετικά νωπή η άγρια επίθεση που εξαπέλυσε στη σημαντική δουλειά ΒAΤΡΑ-Χ του Δ. Λιγνάδη, και βέβαια έχουν υπάρξει κι άλλα.

Ας είναι. Εγώ λοιπόν, στέκομαι στην ουσία της άποψης που έχει εκφράσει τόσες και τόσες φορές ο παλαίμαχος κριτικός με τον τεράστιο όγκο γνώσεων αλλά και τον τρελό συντηρητισμό που συχνά-πυκνά χτυπάει κόκκινο (τα σκάγια έχουν πάρει σε μεγάλο βαθμό παραστάσεις αρχαίου δράματος και λοιπών κλασικών κειμένων), μια άποψη που περίπου λέει ότι πρέπει να σεβόμαστε τα κείμενα και οι σκηνοθέτες δεν πρέπει να τα χρησιμοποιούν ως αφορμή για να κάνουν διάφορα άσχετα πράγματα κ.λπ. κ.λπ., μια άποψη που έχει πολλές φορές υποκλιθεί σε διάφορες συμβατικούρες και έχει αποθεώσει πράγματα θεατρικώς αδιάφορα (ορισμένες φορές και τελείως ανούσια), ενώ έχει κατακεραυνώσει την τόλμη αρκετών ρηξικέλευθων δουλειών επειδή (ας το διατυπώσω προς στιγμήν όσο πιο ουδέτερα μπορώ) έκαναν ό,τι τους κατέβαινε. Στέκομαι σ’ αυτήν την άποψη και θέλω ειλικρινά να ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΩ τον κ. Γεωργουσόπουλο. Να τον ευχαριστήσω διότι δεν με αφήνει με τίποτα να ξεχάσω, ότι βρισκόμαστε σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Αυτός έχει τάξει εαυτόν στο παρελθόν, στον φιλολογικό - ποιον φιλολογικό; στο μουσειακό - σεβασμό, στην αντίληψη του μαυσωλείου (ναι, περί αυτού πρόκειται κι ας διαρρηγνύει περί του αντιθέτου τα ιμάτιά του - ας θυμίσω το πόσο θεόστραβα είχε κρίνει τις Βάκχες του Λάνγκχοφ). Ε, ναι!, έχει τάξει εαυτόν στη μούχλα! Το θέατρο όμως προχωράει, δεν γίνεται αλλοιώς. Ψάχνει και ψάχνεται, εκβιάζει καινούργιους δρόμους, στήνει γέφυρες ακόμα και προς το πουθενά. Λογικά θα σπάσει κάποιες φορές και τα μούτρα του - το Θέατρο για το οποίο αξίζει τον κόπο να μιλάει κανείς, που θέλει να είναι άξιο τέκνο της ορυμαγδικής μεταπολεμικής πραγματικότητας (σκηνικής και γενικότερης) του δυτικού κόσμου, που τιμάει τη μεγάλη στροφή στον ρου του ποταμού της δυτικής τέχνης από τα μέσα (πολύ χοντρικά) του 19ου αιώνα και εντεύθεν. Το ΘΕΑΤΡΟ είναι, πρέπει να είναι μια όσο γίνεται μεγαλύτερη γιορτή των στοχασμών μας, να πλάθονται δηλαδή σε μια αδιάσπαστη ενότητα τα πλέον ψύχραιμα και σύνθετα μορφώματα της σκέψης μας με την ορμητικότερη δυνατή έκφραση του θυμικού μας - αν γίνεται ακόμα και με την απόλυτη παραφορά. Αντιλαμβάνομαι, φυσικά, πως όλο αυτό ακούγεται κατ’ αρχήν ως μια ωραία θεωρία που ο καθένας την ερμηνεύει όπως θέλει. Οπότε, μένει κατά περίπτωση το τελικό αποτέλεσμα της εκάστοτε προσπάθειας, Όμως, χρειάζεται ελευθερία, χρειάζεται πολύ μεγάλη ελευθερία, για να μπορεί ο κάθε δημιουργός ή ερμηνευτής να δώσει αυτό που βρίσκεται στο μυαλό του και την ψυχή του – Χριστούλη μου, ποιο άλλο κλισέ να χρησιμοποιήσω για να πω το αυτονόητο.

ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ  ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.

Παρατήστε μας πια με τους όρους και τους κανόνες, ο καλλιτέχνης επιλέγει κάθε φορά αυτό που του χρειάζεται, αν έχει ανάγκη του κανόνες θα τους χρησιμοποιήσει (ή, έστω, μέχρι εκεί που θέλει), αν δεν τους έχει ανάγκη απλά θα τους γράψει στα παλιά του τα παπούτσια.

Ε, ΝΑΙ,  στην περίπτωση που μπαίνει ντε και καλά θέμα επιλογής εγώ τάσσομαι με την αναίδεια, με το βγάλσιμο της γλώσσας, με το σηκωμένο μεσαίο δάχτυλο του χεριού.

Για την Τέχνη μιλάμε, όχι για την νομική επιστήμη, και η Τέχνη προχώρησε πάντα με τους σπασμούς του καινούργιου που κανείς δεν το αποδεχόταν στην αρχή, προχώρησε με αυθάδεια, προχώρησε ποδοπατώντας “ιερά” και “όσια”, κατακτώντας πρωτόγνωρα κάθε φορά πεδία έκφρασης,

κι ας χαθεί στο φινάλε και λίγη ισορροπία εφόσον το πάθος περισσεύει και είναι γνήσιο, το  π ά θ ο ς  που τα πάντα καταλύει, το πάθος που όπλισε τη φωνή της ίδιας της Κιτσοπούλου επί σκηνής (για να επανέλθω στην παράσταση) να εκσφενδονίσει ως Νέλλη ένα πύρινο “άντε γαμήσου” που σχεδόν γκρέμισε το θέατρο – και η ίδια ύστερα, κάπου 20 λεπτά αργότερα, κατέβασε όλους τους συναισθηματικούς διακόπτες στην αποσβολωτική παράβασή της (την οποία κανένας κανόνας δεν προβλέπει…)

Σε κάποια - λίγα - σημεία το συγκεκριμένο επί σκηνής αποτέλεσμα νομίζω πως με άφησε κάπως αμήχανο. Συνολικά όμως ήταν μια πυρετική ματιά, απολύτως σύγχρονη πάνω σ’ ένα κείμενο 82 πλέον ετών, ιδιοφυής, γερά δουλεμένη, εξαιρετικά ερμηνευμένη, μια ματιά χειμαρρώδης όσο και σύνθετη, που άξιζε 100% τον κόπο. Εφόσον συνεχιστεί και μετά το Πάσχα, τη συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όσους δεν θεωρούν το θέατρο σαν μια καθώς πρέπει έξοδο αλλά σαν ένα βίαιο κοίταγμα στον καθρέφτη που δεν μπορεί να πει ψέματα - απομένει βέβαια να αντέχουμε κι εμείς να διαβάσουμε την όλη εικόνα…

Οι φιλολογούντες των παλαιών, καλών αξιών; Αλήθεια, γιατί δεν παρακολουθούν καλύτερα εκείνη την πρωινή Κυριακάτικη εκπομπή κάποιου κρατικού καναλιού, με έναν παπά που μιλάει λες και κάνει κατήχηση πριν από 80, 90 ή 100 χρόνια;


back to articles

περισσότερες στήλες