8miles

Distortion Tamers

[Άντα Λαμπάρα - 20/04/12]

Μια αλήτικη συμμορία με δίψα και πάθος για μουσική περιπλάνηση σε rock 'n' roll μονοπάτια και στέκια. Οι μουσικές φόρμες που επιλέγουν να κινηθούν σε πρώτο άκουσμα μας φέρνουν στο μυαλό ένα ηχητικό χαρμάνι από garage, punk και surf στοιχεία,όμως το τελικό αποτέλεσμα έχει να κάνει απoκλειστικά με την δική τους σφραγίδα σε αυτή την προσπάθεια. Ένα σφιχτοδεμένο τρίο με την κιθάρα να χτίζει κομμάτια και να ροκάρει σε πρώτο πλάνο ένα οργισμένο ρυθμό. Άλλωστε ο Κωστής Αναγνωστόπουλος (κιθάρα/φωνή) διεκδικεί επάξια τον χαρακτηρισμό «χαρισματικός» αφού έγραψε το soundtrack της μεγάλου μήκους ταινίας του Γιώργου Λαζόπουλου Μέδουσα και έχει συνεργαστεί με πολλούς μουσικούς και μπάντες. Ο ντάμερ Χριστόφορος Τριανταφυλλόπουλος δίνει μια νέα δυναμική στη μπάντα αφού έχει στο ενεργητικό του μεγάλη δισκογραφική δουλειά,αμέτρητες συναυλίες και αναρίθμητες συνεργασίες (Purple Overdose, No Man's Land, Allison). Και ο Στέλιος Βουμβάκης στο μπάσο (ex-Drunk Motherfuckers) διοχετεύει φρέσκο αίμα μέσα από τις μπασογραμμές του. Οι Distortion Tamers επιστρατεύουν όλες τις δημιουργικές ιδέες τους για το πρώτο τους δισκογραφικό βήμα με τίτλο Junglehead Stories χωρίς να αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης. Οι ενορχηστρώσεις μεταλλάσσονται πάνω σε ένα ακατέργαστο ηχητικό καμβά από ζόρικες νότες και μας παραπέμπουν σε περιγραφική αφήγηση κάποιας ταινίας του Quentin Tarantino. Αλλά καλύτερα να μας δώσει αυτή την περιγραφική αφήγηση ο Κωστής Αναγνωστόπουλος:

ΑΛ: Πότε διαμορφώθηκε η μπάντα με την μορφή που έχει σήμερα και ποιό είναι το line-up;

ΚΑ: Οι Distortion Tamers υπάρχουν εδώ και δύο χρόνια. Είμαστε σχετικά καινούργια μπάντα, αν και δύο από τα μέλη (εγώ και ο Χριστόφορος) έχουμε μακρά προϋπηρεσία στην Αθηναϊκή σκηνή. Το group δημιουργήθηκε από την ανάγκη μας να εξωτερικεύσουμε όλες αυτές τις σκέψεις και τα συναισθήματα που εάν έμεναν μέσα μας θα μας τρέλαιναν, από την ανάγκη της δημιουργίας και της έκφρασης καθώς και από την επιθυμία της ταύτισης με τον κόσμο. Το line-up από το ξεκίνημα έως τώρα είναι το ίδιο, δηλαδή εγώ στην κιθάρα και τα φωνητικά, ο Χριστόφορος στα τύμπανα και ο Στέλιος στο μπάσο.

ΑΛ: Τι είναι αυτό που επηρέασε τη μουσική σας και σας έφτασε στον ήχο που έχετε σήμερα;

ΚΑ: Το κεντρικό νόημα των συζητήσεων που κάναμε στο ξεκίνημα των Tamers παρέπεμπε σε μια μπάντα που θα έπαιζε το rock ‘n’ roll χωρίς πολλές επεξεργασίες και με κυρίαρχα τα στοιχεία του πυρήνα του, όπως η γνησιότητα, η ειλικρίνεια και η ένταση σε όλα τα επίπεδα. Επίσης οι μέχρι τώρα εμπειρίες μας αλλά και οι μουσικές επιρροές από την παλιά Αμερικάνικη και Αυστραλιανή garage punk σκηνή έχουν συμβάλει καθοριστικά στην μορφή της μουσικής και του ήχου μας.

ΑΛ: Τι διαδικασία ακολουθείτε συνήθως στη σύνθεση; Φέρνετε έτοιμα τα κομμάτια ή η δημιουργία των κομματιών προκύπτει μέσα από τις πρόβες;

ΚΑ: Το κάθε κομμάτι έρχεται έτοιμο από εμένα. Συζητάμε όλοι μαζί για το περιεχόμενο του, την αίσθηση που υπήρξε όταν γράφτηκε (ή λίγο πριν), την επιθυμητή αισθητική, τους στίχους καθώς και το τι θέλει το κομμάτι από εμάς να κάνουμε! Ύστερα ο καθένας μας βάζει το προσωπικό του στύλ, την δική του άποψη και τo προσεγγίζει από τη δική του σκοπιά στα πλαίσια που προανέφερα. Εννοείται ότι εάν δεν υπάρχει η απόλυτη επιθυμία και των τριών μας να παίξουμε κάποιο κομμάτι, απλά... δεν το κάνουμε! Είναι μια διαδικασία που τώρα πια έχει αποκτήσει αυτόματη ροή, έχει γίνει ρουτίνα, ο τρόπος που δουλεύουν οι Tamers.

ΑΛ:  Από τι είναι επηρεασμένη θεματολογία των στίχων σας;

Junglehead Stories LPΚΑ: Οι στίχοι μας επηρεάζονται από τα πάντα. Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη «κατεύθυνση» να πάρουν ή κάποιος προορισμός για να φτάσουν. Στον πρώτο μας δίσκο Junglehead Stories η θεματολογία των στίχων προέρχεται ακριβώς από αυτό που λέει και ο τίτλος του. Περιγράφονται ιστορίες ενός «τρελλαμένου» μυαλού, τα συναισθήματα, οι σκέψεις, οι πράξεις καθώς και τα αποτελέσματα αυτών στην καθημερινή ζωή σε επίπεδο ύλης αλλά και πνεύματος. Γίνονται αναφορές στην κοινωνική αδικία και το θυμό που προκαλεί (“Rage”), στην απόγνωση, στην τρέλλα των εξαρτήσεων, στα προβλήματα με τον νόμο, στη μοναξιά και την απελπισία (“Hey Bro”, “Give Me Soul”, “Down in the Hole”), στην αγάπη και την αλληλεγγύη (“Bad Dog”) αλλά και στην ειλικρίνεια, την πίστη και την αισιοδοξία (“New Sunrise”). Στον επόμενο δίσκο μας η θεματολογία των στίχων ίσως να είναι εντελώς διαφορετική. Είναι κάτι που ποτέ δεν μπορούμε να ξέρουμε, γιατί ακριβώς δεν έχει όρια, μεταλλάσσεται και εμφανίζεται αυθόρμητα και πηγαία.

ΑΛ: Πώς γεννήθηκε η ιδέα γι' αυτή τη δισκογραφική δουλειά;

ΚΑ: Στις συζητήσεις που κάναμε μεταξύ μας στο ξεκίνημα καταλήξαμε ότι θέλουμε να καταγράφουμε δισκογραφικά τη δουλειά μας με όση μεγαλύτερη συχνότητα το επιτρέπουν οι καταστάσεις. Στα πλαίσια αυτής της επιθυμίας μας, που είναι και η φυσιολογική εξέλιξη (μαζί με τις ζωντανές εμφανίσεις) για ένα συγκρότημα έγινε και ο πρώτος μας δίσκος, το Junglehead Stories. Η σύνθεση των κομματιών ξεκίνησε από την στιγμή που ήρθε και ο Στέλιος και δημιουργήθηκε η πλήρης και τελική σύνθεση της μπάντας. Το υλικό δηλαδή είναι «φρέσκο» και προχώρησε πολύ γρήγορα. Ενάμιση χρόνο μετά την δημιουργία μας και έναν μετά το πρώτο μας live στο Gagarin, ήταν έτοιμο. Προσωπικά για εμένα θέλω να πω ότι λειτούργησε πολύ έντονα σαν μέσο αποφόρτισης συναισθημάτων, μιας και είχα ένα αρκετά μεγάλο διάστημα αποχής σε αντίθεση με τον Χριστόφορο και τον Στέλιο που έπαιζαν σε άλλα συγκροτήματα.

ΑΛ: Περιγράψτε μου τη δημιουργική διεργασία και την διαδικασία της ηχογράφησης του παρθενικού σας άλπουμ Junglehead stories που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2011.

ΚΑ: Επιλέξαμε στο project αυτό να δουλέψουμε με παραγωγό και συνεργαστήκαμε με τον Παναγιώτη Νταβέλο ο οποίος είναι πολύ καλός σε αυτό το αντικείμενο. Στις συζητήσεις που κάναμε αποφασίσαμε να προχωρήσουμε σε ηχογράφηση με ολοκληρωτικά “live” νοοτροπία, πράγμα δύσκολο και με μεγάλες απαιτήσεις στο παίξιμό μας αλλά και στον τρόπο που θα γινόταν η παραγωγή. Θα μπορούσαμε πιo εύκολα να δημιουργήσουμε μια πιο «εντυπωσιακή» τελική μουσική εικόνα βάζοντας δεύτερες και τρίτες κιθάρες, ήχους και εφέ, αλλά προτιμήσαμε την αμεσότητα της πραγματικής μας υπόστασης ως rock’n’roll trio. Έτσι όποιος έρθει να μας ακούσει live στη σκηνή μπορεί να είναι ήσυχος ότι θα ακούσει (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) ό,τι ακούει στο δίσκο μας με επιπλέον την ενέργεια και την «τρέλλα» που πάντα προκύπτουν στις ζωντανές εμφανίσεις και που γουστάρουμε πολύ. Τώρα όσον αφορά την κατάσταση στο studio κατά τη διάρκεια των εγγραφών και των μίξεων, περάσαμε ατελείωτες ώρες με έξαψη, κυνικότητα, γέλιο, εξάντληση, πισίνες ολόκληρες από καφέ και βουνά από τσιγάρα, ξύλο και αγάπη... μια συνηθισμένη ηχογράφηση δίσκου rock’n’roll μπάντας!

ΑΛ: Πώς γεννήθηκε η ιδέα της εικαστικής πλευράς του εξωφύλλου;

ΚΑ: Ήταν μια ιδέα που είχαμε εμείς και ο φωτογράφος και φίλος μας Δημήτρης Μυλωνάς μαζί με τον γραφίστα Χρήστο Ιακωβόγλου ανέλαβαν να την εκτελέσουν. Το άψυχο κεφάλι μιας κούκλας που βρέθηκε στα σκουπίδια (ως σύμβολο πνευματικού και συναισθηματικού τέλματος) φωτογραφήθηκε στο στούντιο μαζί με το ηχείο που είναι η μουσική, το μέσο. Τα διάφορα σύμβολα που ξεπετάγονται από μέσα τους αναφέρονται στην πίστη, στις εξαρτήσεις, την ελευθερία του μυαλού, στον θάνατο, την αγάπη, τις αποδράσεις από την πραγματικότητα, στο ρίσκο. Έννοιες άμεσα συνδεδεμένες με την θεματολογία των στίχων. Γενικά το έχουμε ξαναπεί ότι μας ενδιαφέρει να αναδεικνύονται κι άλλα είδη τέχνης μέσα από την δική μας δουλειά, όπως η φωτογραφία, τα κλιπ εικόνας κ.λπ. Ή έστω μας ενδιαφέρει πολύ να το προσπαθήσουμε...

ΑΛ: Πώς προέκυψε η συνεργασία σου στο soundtrack της ταινίας του Γιώργου Λαζόπουλου Μέδουσα;

ΚΑ: Ο Γιώργος Λαζόπουλος ήταν γνωστός μου. Είναι ένας ξεχωριστός σκηνοθέτης που κατά την δική μου άποψη συνειδητά επέλεξε να πορεύεται στη «σκοτεινή πλευρά του δρόμου» και με τους δικούς του ρυθμούς ως προς τη δημιουργία ταινιών. Όταν μου ζήτησε να γράψω την μουσική για την μεγάλου μήκους ταινία του Μέδουσα ήταν σε μια πολύ «περίεργη» φάση της ζωής μου. Κατανόησα πολλά πράγματα για εμένα αλλά και για την ίδια την μουσική μέσα από αυτό το project. Ήταν σημαντική εμπειρία. Στην Ελλάδα η ταινία δεν έτυχε ιδιαίτερης αναγνώρισης από το Ελληνικό κέντρο κινηματογράφου ή τους διανομείς σε αντίθεση με το εξωτερικό που προσκλήθηκε σε κάποια από τα πιο διάσημα παγκοσμίως φεστιβάλ φανταστικού κινηματογράφου, όπως των Βρυξελλών, του Οπόρτο και του Χιούστον του Τέξας. Στο Χιούστον βραβεύτηκε κιόλας με το 3ο βραβείο...

ΑΛ: Υπάρχουν κάποιες μπάντες ή κάποιες συναυλίες τελευταία που σας άρεσαν ιδιαίτερα;

ΚΑ: Οι BLML του Γιώργου (σσ. Καρανικόλα) με το The Gift, που είναι μια πραγματικά πολύ ιδιαίτερη δουλειά. Από συναυλίες το 80s gathering στο ΑΝ Club με μια περίεργη και ωραία συναισθηματική φόρτιση και φίλους από τα παλιά. Πάντως για να ξαναγυρίσουμε στις μπάντες, να πούμε ότι τα τελευταία χρόνια η Αθήνα και οι άλλες μεγάλες πόλεις κατακλύζονται από πολύ καλά νέα συγκροτήματα και αξιόλογες δουλειές!

ΑΛ: Με τι τρόπο θα υποστηρίξετε την καινούργια σας δισκογραφική δουλειά;

ΚΑ: Την κατάσταση στο χώρο αυτόν στην Ελλάδα λίγο-πολύ την ξέρουμε. Ενώ το επίπεδο και ο αριθμός των συγκροτημάτων έχει πραγματικά εκτοξευτεί, δυστυχώς δεν συμβαίνει το ίδιο και στον χώρο που τα περιβάλλει. Ενοούμε τα club, τις δισκογραφικές εταιρείες, τους διοργανωτές συναυλιών, τους promoters ως πραγματικούς επαγγελματίες (αν υπάρχουν τέτοιοι). Χωρίς να μιλάμε για όλους βέβαια. Τώρα για συνεντεύξεις (ραδιοφωνικές και στον ηλεκτρονικό τύπο) καθώς και αποστολές promo package για airplays και κριτικές λίγο ή πολύ έχουν ήδη γίνει. Οπότε αυτό που απομένει είναι τα live. Αυτό είναι που γουστάρουμε και πιο πολύ τελικά. Δεν πρόκειται όμως να πάμε να παίξουμε κάπου όπου δεν υπάρχει έστω ο υποτυπώδης σεβασμός για εμάς και γι’ αυτό που κάνουμε. Δηλαδή άρτιες συνθήκες από άποψη τεχνικού εξοπλισμού και συμπεριφοράς απέναντι σε εμάς και τον κόσμο που έρχεται να μας ακούσει. Οι D.I.Y. διοργανώσεις είναι μια άλλη ιστορία (σε γενικές γραμμές μας αρέσουν) και δεν μιλάμε γι’αυτές. Παίζουμε την μουσική μας για εμάς και ένα περιορισμένο αλλά ιδιαίτερο κοινό και το γνωρίζουμε, το κάνουμε συνειδητά και νοιώθουμε πολύ εντάξει με αυτό!

 

back to articles

περισσότερες στήλες