8miles days of wine and roses - home
του Θανάση "Μοτοσακού" Γιαννόπουλου

Ποτέ μην υποτιμάς ένα εξάσφαιρο

Η ανέχεια αφήνει κουσούρια, όπως θα σε πληροφορήσουν 7 στους 10 ψυχολόγους (οι υπόλοιποι 3 απλώς δεν απαντάνε σε τηλεφωνικά ερωτήματα). Και η γενιά μου την πέρασε αυτή την ανέχεια στη δεκαετία του ’80 - όταν μαζευόμασταν ολόκληρες παρέες για ν΄ακούσουμε τον καινούργιο δίσκο που είχε αποκτήσει κάποιος από εμάς - ήταν μεγάλη υπόθεση τότε να αγοράσεις δίσκο, ήθελε δυο βδομάδων χαρτζιλίκι (ενός μηνός αν ο δίσκος ήταν εισαγωγής). Από αυτή την κατάσταση μου έχει μείνει μέχρι και σήμερα το κουσούρι να ακούω ολόκληρο το δίσκο που αγοράζω, να τον λιώνω πριν αγοράσω καινούργιο (το ίδιο βέβαια ισχύει και με τα cd - αν και νιώθω κάπως κορόιδο κάθε φορά που τα βλέπω - σα να ζήτησα μια CBR και να μου φέρανε ένα Dax-άκι, που πιάνει μεν διαστημικές επιδόσεις αλλά παραμένει μικροσκοπικά γελοίο). Αυτό το κουσούρι έχει σαν σύμπτωμα να μην αντέχω τα γιγαντιαία download μουσικής - όχι ότι δεν ενθουσιάστηκα όταν ανακάλυψα ότι θα μπορούσα να έχω τα άπαντα των Eyeless In Gaza με μια μόνο κίνηση - αλλά, και που τα κατέβασα, ανάθεμα αν άκουσα πάνω από μισό τραγούδι.

Τα γράφω όλα αυτά καθώς θυμήθηκα την καζούρα που έπεφτε εκείνα τα χρόνια αν τύχαινε να αγοράσεις μάπα δίσκο (βεβαίως, τα κριτήρια αξιολόγησης του δίσκου σπανίως ήταν μουσικά - θα το αναλύσω αυτό στη συνέχεια). Εδώ λοιπόν είναι έξι από τους δίσκους για τους οποίους η κυρίαρχη άποψη ήταν αρνητική - έξι δισκάρες κατά την ταπεινή μου γνώμη που θάφτηκαν για διάφορους λόγους την εποχή που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα. Συμπληρώνω παρενθετικά ότι υπήρχε και έβδομος δίσκος για τον οποίο με δούλευαν οι κολλητοί - το Never Say Die των Black Sabbath, αλλά εκεί είχαν απόλυτο δίκιο (άσχετα αν ακόμα δακρύζω με το "first she was dancing/ she was a dancing queen/ but now she dances/ only in her dreams" - είμαι μια ρομαντική ψυχή). Κάτι τελευταίο για να καταλάβεις το πόσο γούσταρα αυτούς τους δίσκους - αν και τους έχω χάσει όλους εδώ και μια εικοσαετία, τους θυμάμαι ακόμα απ’ έξω.

Roxy Music - Stranded (1973)

Ο τρίτος δίσκος των Roxy Music αλλά και ο πρώτος χωρίς τον Brian Eno (εξ ου και το θάψιμο που έφαγε από τους εγχώριους φωστήρες). Ο δίσκος έφτασε στο Nο.1 του UK chart (άλλο ένα αρνητικό στοιχείο για τους «ελιτίστες»). Το γεγονός είναι ότι όσο κι αν εκτιμώ τον Brian Eno, στον συγκεκριμένο δίσκο οι Roxy απέκτησαν προσωπικότητα ξετινάζοντας από πάνω τους την art rock ετικέτα την οποία είχαν πλέον ξεχειλώσει συγκροτήματα σαν τους Pink Floyd ή τους Genesis και τους Yes.

Με την προσθήκη του Eddie Jobson των πειραματικών Curved Air στη θέση του Eno, ο Bryan Ferry απελευθερώθηκε από το «οργανοπαικτικό» κομμάτι κι αφέθηκε ελεύθερος να απλώσει το ιδιαίτερο στυλ του δεσπόζοντας πάνω στους υπόλοιπους. Οι μουσικοί πειραματισμοί αντικαταστάθηκαν από ατμοσφαιρικά κομμάτια (το συγκεκριμένο ύφος επηρέασε αργότερα αρκετούς από τους πρωτοπόρους του new wave). Στο υποβλητικό μουσικό χαλί έφερνε τις βόλτες του ο Bryan Ferry με στυλ «αληταρά που ξέρει να κυκλοφορεί και στα σαλόνια». Για αυτόν τον ιδιαίτερο άνθρωπο πολλά έχουν ειπωθεί - το σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μου είναι η άποψη των Sex Pistols οι οποίοι δήλωναν φανατικοί του Ferry επειδή «κονόμαγε χοντρά κάνοντας αυτό που γουστάρει και πήδαγε και τις καλύτερες γκόμενες». Η απόδειξη για το τελευταίο βρίσκεται ξαπλωμένη στο διπλό εξώφυλλο του δίσκου και ακούει στο όνομα Marilyn Cole (Playmate του 1973).

Ο δίσκος ξεκινάει με το αλήτικο "Street Life", το σαξόφωνο του Andy MacKay σκίζει καρωτίδες κι ένας τσιταρισμένος Bryan Ferry τραγουδάει "wish everybody would leave me alone - yeah". Ο χορευτικός, κοφτός ρυθμός κυριαρχεί μέχρι και το "Amazona" όπου αρχίζεις να ψυλλιάζεσαι ότι κάπου αλλού το πάνε οι λεβέντες - έρχεται λοιπόν το οχτάλεπτο "Psalm" να επιβεβαιώσει τις υποψίες σου.

Η δεύτερη πλευρά ξεκινάει ξεκινάει εξίσου αλέγκρα με την πρώτη - ο θεογκόμενος Bryan θρηνεί το τέλος μιας σχέσης αλλά δε σε πείθει ιδιαίτερα ότι το εννοεί, ειδικά όταν τραγουδάει "boo-hoo willows weep around you still" το κλείσιμο του ματιού σε στυλ «αυτά τα λέμε για να τσιμπήσει η γκόμενα» είναι περισσότερο από εμφανές. Και πάνω που τον θαυμάζεις για το πόσο ωραία το χειρίζεται το γκομενικό, έρχεται το "A Song for Europe", το συγκλονιστικότερο σλόου των εφηβικών μου πάρτυ (αν δεν έβγαζες γκόμενα και μ΄αυτό, δεν έβγαζες με τίποτα!), μια λυρική έκρηξη κοσμοπολιτισμού φτιαγμένη για να ονειρεύονται τα αγριεμένα φτωχά αγόρια όταν επιστρέφουν μόνα τους σπίτι ξημερώματα. Η γεμάτη φωνή του Ferry ζωγραφίζει εικόνες από ταινίες. "Here as I sit/ at this Paris cafe/ thinking of you", η Νοτρ Νταμ δίνει τη θέση της σε γόνδολες που κουβαλάνε τις εμμονές, βλέπεις την εικόνα μπροστά σου, ο Ferry με το μεταξωτό σακάκι ν΄ανάβει τσιγάρο (πάντα με χρυσό αναπτήρα) μουρμουρίζοντας "though the world/ is my oyster/ it's only a shell/ full of memories". Όσο κι αν το παίζεις σκληρός, έχεις γίνει τελατίνη κι όταν καταλήγει "now - only sorrow/ no tomorrow/ there's no today for us/ nothing is there/ for us to share/ but yesterday", είσαι έτοιμος να φωνάξεις «έλα και πήδα εμένα ρε όμορφε - μ΄έχεις ψήσει!» Μετά βέβαια θυμάσαι ότι είσαι άντρας με κάποια υπόληψη, σκουπίζεις κρυφά ένα δάκρυ και σνομπάρεις τα «σαλιαρίσματα του λιμοκοντόρου», αρχίζει κι εκείνος να το παρλάρει σε ιταλικά, γαλλικά, λατινικά, κορακίστικα - ξεμπερδεύεις. Για αποσυμπίεση ο δίσκος σου παρέχει ένα υπνωτικό κομμάτι, το "Mother of Pearl" κι ένα υπναλέο-βαρετό, το "Sunset". Όταν η βελόνα του πικάπ γυρίσει πίσω στη βάση της, ξέρεις ότι δεν άκουσες απλώς έναν δίσκο, έζησες μια εμπειρία. Καλή; Κακή; Σιροπιαστή; Πάντως - εμπειρία!

Van der Graaf Generator - World Record (1976)

Εκεί γύρω στα 1975 οι VdGG βρίσκονται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας - έχουν προηγηθεί αποχωρήσεις μελών, διάλυση του συγκροτήματος, ανασύσταση με τρεις μονάχα από την αρχική ομάδα (συν τον Peter Hammill βεβαίως), επεισοδιακές συναυλίες στην Ιταλία - η κατάληξη δεν είναι άλλη από την ηχογράφηση τριών δίσκων κολλητά, μέσα σε ένα χρόνο. Δυο αριστουργήματα (Godbluff, Still life) και το World Record το οποίο η ελληνική κριτική (Πητ Κωνσταντέας - ειδικός Γκραφολόγος) το χαρακτηρίζει ως 'Worst Record'. Επειδή εκείνη την εποχή οι οπαδοί του συγκροτήματος στην Ελλάδα ήταν λίγοι και σκληροπυρηνικοί (υπήρχε και η ανέχεια που λέγαμε), ο δίσκος αγοράζεται ελάχιστα. Και πώς αλλιώς να γινόταν! 3 δίσκους είχαν ξεπετάξει οι τρισκατάρατοι - πόσο να αντέξουν οι τσέπες; Άμα έλεγε κιόλας ο Πητ ότι δεν ήταν καλός...

Εγώ ήμουν ακόμα άσχετος πιτσιρίκος - το μόνο που ήξερα περί VdGG ήταν ότι κυκλοφορούσαν γραμμένοι με μαρκαδόρο στις τσάντες των πιο ψαγμένων «μεγάλων» του σχολείου. Αγοράζω τον δίσκο (επειδή έχει ξεμείνει στο τοπικό δισκάδικο) κι έτσι αποκτώ την πρώτη μου επαφή με τη μεγαλοφυΐα του Peter Hammill και το εξεζητημένο παίξιμο των υπολοίπων μελών του συγκροτήματος - μια καταιγίδα αυτοσχεδιασμών πάνω σε φόρμες κλασικής μουσικής (αν έχεις το θεό σου δηλαδή!). Πριν διαβάσω την κριτική του Πητ - εντάξει;

"When she comes", το σαξόφωνο τσιμπάει νευρικά στα πρώτα αυλάκια του δίσκου, ο Hammill φτιάχνει την εικόνα Εκείνης που μπαίνει μέσα στο δωμάτιο και σταματάει ο χρόνος κι εσύ σαν ηλίθιος ψήνεσαι ότι μπορεί να την κερδίσεις τελικά - το κομμάτι φτάνει σε κρεσέντο, είσαι ήδη μπλεγμένος στα κόλπα της, δεν ορίζεις τίποτα πια - και μετά έρχεται η αποκάλυψη: "easy targets, easy crosswords, easy life:/ these key margins leave you balanced on the knife,/ bleeding darkly - in the end it all comes down/ to sleazy bargains". Το κομμάτι τελειώνει κι ακόμα δεν έχω καταλάβει τι με χτύπησε.

"A place to survive" - ένας εχθρικός κόσμος κι εσύ πρέπει να σταθείς στα πόδια σου για να επιβιώσεις, κανένας δεν πρόκειται να σε βοηθήσει. Kαι μετά το "Mask" - κοφτός, αγχωτικός ρυθμός με απρόσμενα ξεπετάγματα των μουσικών (το ίδιο υστερικά και κοφτερά με αυτά των Birthday Party - χρόνια αργότερα). "He's a man of the past and one of the present,/ a man who hides behind a mask behind a mask;/ a clown, a fool, believing it cool to be down/ or that the game is all about who laughs the last", πανικός!

Κι ο δίσκος πάει εξίσου δυνατά στη δεύτερη πλευρά - 21 λεπτά βομβαρδισμού στο "Meurglys III (The Songwriter's Guild)", "if only I could phrase satisfactory words/ in conversation to make my passion heard..../ If only..." και το "Wondering" μια απειλή του Necromancer - o Hammill ερμηνεύει κι ο δίσκος κλείνει με την τρομερή υπόσχεση της Επιστροφής.

Αφού τον έχω λιώσει αγοράζω Ποπ & Ροκ, περήφανος που ανήκω πλέον κι εγώ στην κάστα των μυημένων Βαντεργκραφάδων. Και διαβάζω την κριτική του Κωνσταντέα να τον ξεσκίζει - φίλε, ήταν πολύ τυχερός ο Πητ που εκείνες τις εποχές δεν ήταν όλα τόσο κοντινά, όπως σήμερα! Αλλά ακόμα του το φυλάω!

The Clash - Give 'em Enough Rope (1978)

Όταν είσαι πιτσιρικάς, τα πάντα είναι άσπρο-μαύρο. Ο κόσμος σου χωρίζεται σε «ήρωες» και «πουλημένους». Κι έξω από αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχει τίποτα άξιο λόγου - μόνο «σκατόγεροι που δεν καταλαβαίνουν τι τους γίνεται». Με τέτοια μυαλά, και έχοντας συγκλονιστεί από τον πρώτο δίσκο των Clash, ήταν αναμενόμενο να κουμπωθούμε από τα πρώτα αυλάκια του Give'em Enough Rope. Κι ακόμα νωρίτερα δηλαδή - πριν ο δίσκος ξεκινήσει να παίζει, όταν είδαμε στο οπισθόφυλλο ότι παραγωγή έκανε ο Sandy Pearlman. Ποιος; Ο παραγωγός των Blue Oyster Cult, αν είναι δυνατόν! Εμείς πλακωνόμασταν στο ξύλο με τους μεταλάδες και το δικό μας συγκρότημα (επειδή - κακά τα ψέματα - ποτέ δεν νιώσαμε «δικούς μας» τους Pistols) έπαιρνε παραγωγό heavy metal!!! Αφιονισμένα πιτσιρίκια - αυτό ήμασταν. Και δεν μπορούσαμε να δούμε ότι οι Blue Oyster Cult ήταν πολύ περισσότερα πράγματα από ένα απλό heavy metal συγκρότημα, δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε την ιδιοφυΐα εκείνου του διανοούμενου ονόματι Allen Lanier, δεν ξέραμε τότε τη λατρεία που έτρεφε γι’αυτόν η Patti Smith!

Ο συγκεκριμένος δίσκος των Clash «βρωμάγε από χιλιόμετρα αμερικανίλα» κι αυτό μας ενοχλούσε. Βλέπεις, η προσπάθεια που έκανε το γκρουπ να καθιερωθεί στην αμερικάνικη αγορά μας φαινόταν αισχρό ξεπούλημα. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να αγοράσω τον δίσκο με δέκα χρόνια καθυστέρηση περίπου - όταν τον βρήκα με αυτοκόλλητο 'NICE PRICE'. Τι έχουμε εδώ;

Κατά πρώτον, το ομορφότερο άθλιο εξώφυλλο που έχω δει μέχρι σήμερα. Ο Μάο (ή κάποιος που του μοιάζει) καβάλα στο μουλάρι της Μεγάλης Πορείας αφήνοντας στο οπισθόφυλλο τους συντρόφους του με τις κόκκινες σημαίες έχει καταλήξει στην έρημο, όπου τα όρνεα ξεσκίζουν το πτώμα ενός νεκρού κάου-μπόυ. Ο τίτλος του δίσκου παραπέμπει κι αυτός στα σπαγκέτι γουέστερν με τα οποία φαίνεται να έχει μεγάλο κόλλημα ο Strummer κυρίως. Οι Clash από το εξώφυλλο κιόλας σε προϊδεάζουν - «η επανάσταση εκφυλίστηκε φίλε, έπεσε σε τέλμα και το γύρισε στα καουμπόικα», κάπως έτσι τέλος πάντων.

Και η περιπέτεια ξεκινάει με τον Strummer να γκρινιάζει: "I went to the place where every white face is an invitation to robbery/ Sitting here in my safe European home/ Don't wanna go back there again". Το μέρος βέβαια είναι οι ΗΠΑ και η μουσική του συγκροτήματος φέρνει στο μυαλό εικόνες από τους 101ers, το προηγούμενο συγκρότημα του Joe, καθώς ακολουθείται ένα pub rock τέμπο με ερωταποκρίσεις μεταξύ τραγουδιστή και δεύτερων φωνών. Αυτό που ξενίζει τον φανατικό οπαδό των Clash είναι ο «κρυστάλλινα καθαρός» ήχος που κυριαρχεί σε όλο το δίσκο - καμιά σχέση με τη «βρωμιά» του πρώτου τους δίσκου. Το δεύτερο χαρακτηριστικό της ηχογράφησης έχει να κάνει με το πόσο μπροστά έχουν γραφτεί τα ντραμς - λέγεται οτι ο Pearlman  δε γούσταρε καθόλου τη φωνή του Strummer, γι’αυτό ανέδειξε το ογκώδες (σχεδόν μεταλλικό) παίξιμο του Topper Headon.

 Πάντως ο δίσκος ξεκινάει με τρία εν δυνάμει hit: το "Safe European Home", το "English Civil War" (βασισμένο σε παραδοσιακό τραγούδι των Νοτίων του Αμερικανικού Εμφυλίου, με σαφείς αναφορές στο ταραγμένο Λονδίνο και στις διαμάχες με το National Front) και το "Tommy Gun" (ένα περφεξιονιστικά παιγμένο μανιφέστο κατά της οποιασδήποτε μορφής τρομοκρατίας - τόσο της κρατικής, όσο και της παρακρατικής). Αν και οι Αμερικάνοι δεν συγκινήθηκαν ιδιαίτερα (ίσως και να τρόμαξαν από τη θεματολογία), τα συγκεκριμένα τραγούδια πήγαν πολύ καλά στην Βρετανία.

Η πρώτη πλευρά κλείνει με δύο επίπεδα κομμάτια (το συνηθίζουν αυτό οι Clash στους δίσκους τους), για να περάσουμε στη δεύτερη πλευρά και στην αντεπίθεση: "Guns on the Roof" (μια αναφορά στην περιπέτεια των Simonon και Headon με τη δικαιοσύνη όταν πιάστηκαν να πυροβολούν περιστέρια με αεροβόλο από το στούντιο ηχογραφήσεων του συγκροτήματος - που πάει όμως πολύ μακρύτερα). Ακολουθεί η δεύτερη προσέγγιση του δίσκου στο θέμα των ναρκωτικών (η πρώτη αφορούσε την επιχείρηση της αστυνομίας για την κατάσχεση τεράστιας ποσότητας ναρκωτικών στο  "Julie's Been Working for the Drug Squad"), το "Drug Stubbing Time" με καταπληκτικούς στίχους: "Drug stabbin' time / Is from nine to nine / Nobody wants a user / Nobody needs a loser / So kick him out that door / An' don't answer it no more". Η τραγική ειρωνεία βέβαια είναι ότι το συγκρότημα σύντομα θα αναγκαστεί να διώξει τον Headon λόγω του εθισμού του στα ναρκωτικά.

Μετά από δυο «ηλιόλουστα λουλουδάτα» τραγούδια - πάνω δηλαδή που έχει χαλαρώσει το νευρικό σου σύστημα - ο Strummer αντεπιτίθεται. Το τραγούδι "All the Young Punks (New Boots and Contracts)" είναι μια τσαμπουκαλίδικη απολογία απέναντι σε όσους κατηγορούν το συγκρότημα ότι ξεπουλήθηκε και συνάμα το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του rock (ήδη βέβαια είχαν φροντίσει να σκάψουν το λάκκο οι Rolling Stones με το "Street Fighting Man" και ο David Bowie με το "Rock 'n Roll Star"). Ο Strummer, συνοδευόμενος από την κιθάρα-πολυβόλο του Jones τα ρίχνει χύμα: "All the young punks/ Laugh your life/ ‘cos there ain't much to cry for/ All the young cunts/ Live it now/ ’cos there ain't much to die for". Μετά την επίθεση ακολουθεί το ξεκαθάρισμα λογαριασμών: "Everybody wants to bum/ A ride on the rock 'n' roller coaster/ And we went out/ Got our name in small print on the poster/ Of course we got a manager/ Though he ain't the mafia/ A contract is a contract/ When they get 'em out on yer".

Για να κλείσει το τραγούδι με την απότομη προσγείωση: "But it's better than some factory/ Now that's no place to waste your youth/ I worked there for a week once/ I luckily got the boot".

Ο δίσκος τελειώνει κι εσύ χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο όσο αναλογίζεσαι το πόσο μαλάκας υπήρξες - επειδή αυτό το τραγούδι γράφτηκε για σένα φιλαράκο μου, ρίξε λαδόξυδο τώρα στο υφάκι σου και μάσα το μπας και το χωνέψεις.

The Knack - Get the Knack (1979)

Τον συγκεκριμένο δίσκο τον έθαψαν σε Ελλάδα και Αμερική - και είχαν κάθε λόγο να το κάνουν. Ποιοι είναι δηλαδή αυτοί οι κωλόγεροι που τραγουδάνε για κοριτσάκια και εφηβικούς έρωτες; Υπάρχει πιο αχώνευτη φάτσα απ’ του Doug Fieger; Και τι σκατά είναι αυτά που παίζουν; Κοφτό, φρεσκότατο rock'n'roll με λυρικά περάσματα; Πώς την είδαν; Νέοι Beatles; Άσε που ανεβήκανε κατευθείαν στα chart ερχόμενοι από το πουθενά - «μαζέψτε τους γιατί έτσι όπως το πάνε θα μας πηδήξουν»!

Και τους μαζέψανε μια χαρά - βοηθήσανε βέβαια κι εκείνοι με τη στάση τους. Εχθρικοί στις συνεντεύξεις, δεν δέχονταν με τίποτα τις άσχημες κριτικές και άσχημοι, πολύ άσχημοι βρε παιδάκι μου... Αν θέλεις τώρα να γελάσεις με τα τερτίπια των καιρών (ή των εταιρειών, δεν ξέρω), θυμήσου ότι αυτά ακριβώς τα στοιχεία - η συγγένεια με τον ήχο των Beatles, οι ασχημόφατσες και η επιθετική στάση απέναντι στα μέσα ευθύνονταν σε μεγάλο βαθμό για την καταξίωση των Oasis καμιά εικοσαριά χρόνια μετά. Προσωπική άποψη: καμιά σύγκριση! Οι Knack ξεριζώνανε καρδιές ενώ οι Oasis απλώς νιαουρίζανε στα κεραμίδια.

Όταν ήρθε ο δίσκος στην Ελλάδα είχε την ατυχία να περιέχει αυτό το hit, το "My Sharona" (το θεωρώ από τα χειρότερα κομμάτια του δίσκου - μόνο η ορχηστρική πολυλογία του τέλους το σώζει κι αυτό επειδή καταλαβαίνεις ότι οι Knack δυναμιτίζουν ηθελημένα τη χορευτική υπόσταση του τραγουδιού). Παίχτηκε λοιπόν η «Σαρόνα» στις ντισκοτέκ, άντε μετά να αγοράσεις το δίσκο και ν’αποφύγεις το δούλεμα σε στυλ «το αγόρασες μόνο του ή πήρες και τα παπάκια;» Η «Σαρόνα» δεν μου άρεσε καθόλου και δεν επρόκειτο να ασχοληθώ με το δίσκο αν δεν έβρισκα μια κριτική στο Ποπ & Ροκ (πάλι από τον Πητ Κωνσταντέα - ήταν απρόβλεπτος ο άνθρωπος!) που τον βαθμολογούσε με «Α». Μου κίνησε την περιέργεια, ξέροντας το είδος της μουσικής που προτιμούσε ο συγκεκριμένος κριτικός κι έτσι έχωσα κάτι τσαλακωμένα κατοστάρικα σίγουρος εκ των προτέρων ότι θα το μετανιώσω.

 Κάπου είχα δει κι εκείνη την ταινία του εγγλέζικου free cinema - The Knack... and How to Get it, πολύ ψαγμένη μου είχε φανεί κι ας ασχολιόταν με γκομενοδουλειές. Άρχισα λοιπόν να μπαίνω στο παραμύθι του συγκροτήματος.

Το οποίο ήταν ολόιδιο με το παραμύθι του new wave - «πάμε πίσω, αρπάζουμε ότι γουστάρουμε, του αλλάζουμε τα φώτα και χεστήκαμε για τη γνώμη σας». Οι Knack μαϊμουδίζουν το στυλ στησίματος των Beatles, παίζουν εκρηκτικό (και φρεσκότατο επιτέλους!) rock'n'roll που δεν χρωστάει σε κανέναν κερατά και από στίχους... Απλοϊκές εφηβικές σαχλαμάρες, γραμμένες μάλιστα από τριαντάρηδες - σωστά; Για να δούμε:

"He's on my back. He's on my back. He's on my back./ Please cut me free/ He's making me strange/ The monkey and me/ Sits on my back. Shits on my back. Piss on my back./ Sits on my back. Shits on my back. Piss on my back./ Kill it for me/ It's time for a change/ The monkey and me/ Starlight, starbright, first star tonight/ Wish my brother was no longer". Το τραγούδι λέγεται "Siamese Twins (The Monkey and Me)" και πρόκειται για το πιο σπλάτερ τραγούδι που έχω ακούσει στη ζωή μου, με τη μουσική να λαχανιάζει και τον τραγουδιστή να φτύνει τις λέξεις σαν σε καταληψία.

Και βέβαια, κομματάρες σαν το "That’s What the Little Girls Do" ή το "Maybe Tonight" και το "Oh Tara" - πολλά συγκροτήματα θα θέλανε να τις είχαν γράψει κι ακόμα περισσότερα θα πουλούσαν την ψυχή τους στο διάβολο για να τις έχουν στο άλμπουμ με το οποίο πρωτοεμφανίστηκαν. Κάτι που μπορεί να ισχύει, εδώ που τα λέμε, και για τον Doug Fieger, ή τέλος πάντων εύκολα θα μπορούσες να πείσεις σχετικά κάμποσους Αμερικάνους, εφόσον ο αδερφός του τύπου ήταν ο δικηγόρος υπεράσπισης του «Δόκτωρ Θάνατος» ή αλλιώς Jack Kevorkian.

Fischer Z - Red Skies Over Paradise (1981)

Κάνε ένα βήμα πίσω, ακολουθεί βλαστήμια - σε προειδοποιώ: Θεωρώ ότι το Red Skies Over Paradise είναι το καλύτερο μονοθεματικό άλμπουμ που έχω ακούσει - πολύ ανώτερο από το OK Computer των Radiohead. Oρίστε, βλαστήμησα!

Ο John Watts υπήρξε ένα από τα ινδάλματα των εφηβικών μου χρόνων (στο δεύτερό μου ίνδαλμα θα αναφερθώ αμέσως μετά). Ο τύπος ήταν τεράστιος - τι να λέμε τώρα... Η μουσική που παίζανε οι Fischer Z ξεκίναγε από το κλασικό rock και έφτανε στη white reggae χωρίς να είναι τίποτα απ΄αυτά απολύτως - η μουσική τους ήταν μοναδική. Όταν αγόρασα αυτόν τον δίσκο, τον άκουγα κολλητά για κάνα μήνα - οι φίλοι μου σνομπάρανε επειδή το συγκρότημα αυτό δεν έμπαινε σε καλούπια. Δεν έπαιζε παλιό ροκ αλλά δεν έπαιζε και new wave. Δεν ήταν άγριοι, αλλά δεν ήταν και εντελώς pop. Δεν ήταν όμορφοι, αλλά άσχημους δεν μπορούσες να τους πεις. Δεν ντύνονταν πάνκικα αλλά δεν ντύνονταν και φλώρικα. Από το να σπαζοκεφαλιάζεις προσπαθώντας να τους κατατάξεις, προτιμούσες να τους πετάξεις στα σκουπίδια και να ξεμπερδεύεις - έτσι πήγαινε.

Το θέμα του δίσκου είναι οι πυρηνικοί εξοπλισμοί κι ο επερχόμενος 4ος Παγκόσμιος Πόλεμος τον οποίο ο Watts διακρίνει στον κόκκινο ορίζοντα του εξωφύλλου. Ένας διαφορετικός πόλεμος όμως - που θα στρέψει τους βολεμένους εναντίον των φτωχών. Ξεκινάει από ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο «Βερολίνο» όπου ακόμα διακρίνεται ο παλιός κόσμος της χλιδής και του μίσους.

Ο ήρωας κυνηγάει μια γυναίκα, τη "Marliese" που τον έχει στοιχειώσει - την κυνηγάει για να την εκδικηθεί.

Και την ίδια στιγμή ο κόσμος καίγεται – "Red Skies Over Paradise": "There's lots of sand on the cellar floor/ We went down there for the night/ The barricades that my brother made/ keeps out the light/ Out in the park children were playing/ Τhough it was dark the sky glowed red/ People were stunned, everyone waiting/ Nobody knew why/ But I see it all now".

Αλλά «Στην Αγγλία» ακόμα δεν έχουν πάρει χαμπάρι - ακόμα νομίζουν ότι ζουν στον παράδεισο.

Κι όμως σ΄αυτόν τον παράδεισο άνθρωποι εξαφανίζονται, κυνηγημένοι από μια κοινωνία τραμπούκων. "You’ll Never Find Brian Here" (ένα από τα σπαρακτικότερα τραγούδια που έχω ακούσει): "Oh you'll never find Brian here/ He hated all scum like you/ You think you can change the world/ Such a clever one such a clever one/ Ain't it time that you were leaving?/ Take that foot out my door/ Ain't it time that you were leaving?/ I don't want to talk anymore".

Στον ορίζοντα διακρίνονται οι «Λεγεώνες των Ξένων» Στρατών, πλαισιωμένες από άντρες απρόθυμους να πεθάνουν για ένα τσίγκινο μετάλλιο. Αν το τραγούδι σου θυμίσει τις Λεγεώνες των Ξένων που στάλθηκαν χρόνια αργότερα στο Αφγανιστάν, το Ιράκ και σε άλλα μέρη του κόσμου, είσαι μέσα στο θέμα.

Και ο ρόλος των καλλιτεχνών σ΄αυτή την κατάσταση πολέμου; Τι κάνει η «Ταξιαρχία τραγουδιού και χορού»; Οι στρατευμένοι - πες το κι έτσι. Δυστυχώς τίποτα. Μόνο η απουσία της είναι αισθητή, όχι η παρουσία της.

Σε κάποιο δωμάτιο ξενοδοχείου (κυκλική αφήγηση) ένας «Συγγραφέας» δημιουργεί, δίπλα στο σπασμένο μπουκάλι του ποτού, τα ακατάστατα πεταμένα ρούχα και τα πεντακάθαρα σεντόνια. Ακούει έναν άνθρωπο να ουρλιάζει, αλλά δεν ξέρει κατά πόσο θα πρέπει να νοιαστεί για το θάνατό του. Το πολύ να πάρει τη ρεσεψιόν και να το αναφέρει.

Μια ακόμα περιγραφή της νομαδικής ζωής από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο στο "Bathroom Scenario", με τον ήρωα να απορεί γιατί βρίσκει αντισυλληπτικά σε κάθε μπάνιο στα δωμάτια ξενοδοχείου.

Ακολουθεί η ανάληψη ευθυνών για το κακό που προκαλέσαμε σε κάποιο πρόσωπο δίπλα μας όταν όμως είναι πολύ αργά στο "Wristcutter's Lullaby".

Και η μόνιμη απειλή του πυρηνικού ολέθρου στο "Cruise Missiles": "They claim the ultimate solution./ To all the problems that we face. / It's pointing rockets at the Russians./ And hope they don't end up in Greece./  All those Cruise missiles".

Μετά, μια ακόμα σπαρακτική μπαλάντα για τον κόσμο που ζει στις γκρίζες πόλεις, ψάχνει για μέλλον και το μόνο που αντικρίζει είναι θάνατος – «Από το Λονδίνο μέχρι τη Λισσαβόνα» οι πόλεις σημαδεύουν το τέλος της καπιταλιστικής έκρηξης.

Ο δίσκος τελειώνει με μια προειδοποίηση: «Οι πολυεθνικές δαγκώνουν». Είναι μια προειδοποίηση για όλους εκεί έξω που δηλώνουν ότι απεχθάνονται τους αναρχικούς και τους εξτρεμιστές, ότι οι πολυεθνικές θα τους φάνε λάχανο ένα βράδυ. Ο κόσμος δεν έχει συνειδητοποιήσει τη δύναμή τους (αυτό ακριβώς ίσχυε το ’80) αλλά οι πολυεθνικές είναι πάνω από τον νόμο.

Μετά από αυτόν τον δίσκο ο Watts αποφάσισε ότι το συγκρότημα δεν ήταν το καταλληλότερο όχημα για να μεταφερθεί η τέχνη του κι έτσι οι Fischer Z διαλύθηκαν.

 

The Boomtown Rats - V Deep (1982)

Ο Bob Geldof είναι θεός. Απλά πράγματα - ο τύπος υπήρξε χαρισματικός performer, τρομερός συνθέτης, μεγάλο αρχίδι και υπερβολικά βρωμόστομος. Α ναι, υπήρξε και πολύ καλός ηθοποιός. Και οι Boomtown Rats ήταν το αγαπημένο μου συγκρότημα - ακόμα με θυμάμαι να κοπανιέμαι στη συναυλία τους στο Σπόρτινγκ (και δεν εννοώ ότι χόρευα, εννοώ ότι κοπανιόμουν με κάτι γιαλαντζί πάνκηδες που τους φτύνανε από τις πρώτες σειρές).

Η πορεία του συγκεκριμένου συγκροτήματος ξεκίνησε μαγικά - το πρώτο τους σινγκλ μπήκε κατευθείαν στο Top 40, στη συνέχεια έγιναν το πρώτο ιρλανδικό συγκρότημα που ανέβηκε στο αγγλικό Νο.1 (με το "Rat Trap"), γνώρισαν επιτυχία στην Αμερική πριν καν πατήσουν το πόδι τους στη χώρα και μποϋκοταρίστηκαν από το αμερικάνικο ραδιόφωνο όταν κυκλοφόρησαν το "I Don’t Like Mondays" (αν υπάρχει ένα τραγούδι-ύμνος για τους μαθητές των σχολείων θα πρέπει να είναι αυτό - τι “Another Brick” και “School’s Out” – «γιατί σκότωσες τον καθηγητή σου;» - «επειδή δεν μου αρέσουν οι Δευτέρες» -ξηγημένα πράγματα).

Έγραψα παραπάνω για τις ροχάλες στη συναυλία των Boomtown Rats στο Σπόρτινγκ - αυτό είχε αρχίσει να παίρνει κάποιες διαστάσεις διεθνώς. Οι Ιρλανδοί κατηγορούσαν το συγκρότημα ότι δεν αγωνίζεται για την «απελευθέρωση της πατρίδας» (από τους προτεστάντες - προκειμένου να κάνουν κουμάντο οι καθολικοί), οι πάνκηδες ως συνήθως τους κατηγορούσαν για ξεπούλημα κι ο Geldof φρόντιζε να τροφοδοτεί το μίσος βρίζοντας δημοσιογράφους στον αέρα και πλακώνοντας στο ξύλο μουσικοκριτικούς.

Η αλήθεια βέβαια ήταν (και παραμένει) ότι οι Boomtown Rats υπήρξαν μια καταπληκτική pop μπάντα. Σε όποιον δεν αρέσει, μπορεί ν΄ακούσει κάποιο άλλο είδος μουσικής - οι εταιρείες βγάζουν τα πάντα. Και η αληθινότερη αλήθεια ήταν ότι ο Geldof υπήρξε ένας πολύ διορατικός αλλά και πολύ ανυπόμονος καλλιτέχνης. Επειδή είναι μεν διορατικότητα να διακρίνεις την καινούργια τάση νωρίς, αλλά είναι μαλακία να την λανσάρεις νωρίς, αν δεν διαθέτεις μια avant garde αύρα (αν δεν έχεις χτίσει μια εικόνα πρωτοπόρου σύμφωνα με την οποία ακόμα και το κόψιμο των νυχιών σου ανάγεται σε καλλιτεχνικό πείραμα).

Ο Geldof είχε δει λοιπόν ότι το μέλλον βρίσκεται στις funky παρεκτροπές. Μετά τον τυφώνα του punk και τη μινιμαλιστική θλίψη του new wave το μουσικό στερέωμα (της pop) προετοιμαζόταν να χωριστεί σε δυο στρατόπεδα: αυτούς με τα μπλιμπλίκια και τους άλλους με τα κανονικά μουσικά όργανα. Οι Boomtown Rats ανήκαν σαφώς στη δεύτερη κατηγορία - οπότε, τι έμενε να παίξουν; Κιθαριστική pop-rock (την οποία απεχθάνονταν και γι΄αυτό άλλωστε έφυγε ο κιθαρίστας τους) ή κάτι άλλο;

Το Remain in Light είχε ήδη δείξει το δρόμο κι ο Bob ήταν σίγουρος ότι αυτός ο δρόμος του ταίριαζε (άλλωστε, από τις πρώτες ηχογραφήσεις, το σαξόφωνο κυριαρχεί στο συγκρότημα). Τα charts υποδέχτηκαν με κεκτημένη ανοχή το 4ο άλμπουμ τους ονόματι Mondo Bongo, αλλά όταν κυκλοφόρησε το V Deep η ανοχή είχε μεταβληθεί σε εχθρότητα. Και το άλμπουμ ήταν funk, καθαρό funk - σαν αυτό που έπαιζαν οι Gang of 4, οι Shriekback και άλλοι τέτοιοι πρωτοπόροι! Περιττό να πω το τι καζούρα έφαγα υποστηρίζοντάς το - η παρέα είχε πλέον βεβαιωθεί ότι έγινα γκιράπι!

V Deep λοιπόν - ένας τίτλος που υπονοεί κατά πρώτον ότι το συγκρότημα είναι πλέον πενταμελές αλλά σε δεύτερη ανάγνωση προειδοποιεί για την ακαταλληλότητα του περιεχομένου (λόγω σεξουαλικών υπονοουμένων) αφού παραπέμπει στο σεξουαλικό: "four swallow, five deep" (μην περιμένεις να το αναλύσω περισσότερο αυτό). Παραγωγή στον δίσκο έχει κάνει ο θρυλικός Tony Visconti, η «γριά αλεπού» που ευθύνεται για μεγάλο κομμάτι της χορευτικής μουσικής (αν δεν θυμάσαι ολόκληρη την ιστορία του, ξεκίνησε παίζοντας μπάσο, πιάνο και κάνοντας παραγωγή στο μνημειώδες The Man Who Sold the World - το, κατά τη γνώμη μου, καλύτερο άλμπουμ του David Bowie).

Έγραψα ότι το συγκρότημα έπαιζε funk - μη νομίσεις όμως ότι έγιναν τίποτα Average White Band - η ιδιαίτερη προσέγγισή τους στο είδος παρέμενε. Ο δίσκος ξεκινάει «χολλυγουντιανά» με το "Never in a Million Years" - μια μουσική υπερπαραγωγή πάνω στην οποία ακροβατούν τα φωνητικά του Geldof. Για να συνεχιστεί με το στακάτο μπάσο και το κοφτό μπιτ του "The Bitter End" και το ηλεκτρικό funk του "Talking in Code", όπου αρχίζουν οι προστυχιές: "I need you right now/ I got sweat on my mind/ But you're taking your time/ Yeah kiss where it stings/ c'mon show me a time".

Αφρικάνικα ντραμς και ζουγκλώδεις ρυθμοί βγαίνουν από τα αυλάκια του "A Storm Breaks", γλυκερά κομμάτια ανασκολοπίζονται (αυτό συμβαίνει στο "He Watches It All" όσο και στο "Charmed Lives") μέχρι να φτάσει η ώρα του hit: "House on Fire", ένα κομμάτι βασισμένο στον ρυθμό Watusi με στίχους οριακά κατάλληλους για ανηλίκους: "Yeah she'll slit you with her eyes an' she'll slash you/ With her cut-back smile/ Ah she's as cruel as a pig but we love her like a house on fire". Το σφυροκόπημα συνεχίζεται στο "Up All Night" για να φτάσουμε στο "Skin on Skin", μια σαδομαζοχιστική ελεγεία που θα μπορούσε να μοιράζεται μαζί με τα βιβλία του Μαρκήσιου ντε Σαντ: "Skin on skin/ I want to cut in deep in/ Skin on skin/ I need to sink my teeth in/ Skin on skin/ But don't talk to me about right or wrong/ Skin on skin/ I want to crush your mouth/ And skin on skin/ I want to bruise your lips/ Tell me what do you know about right or wrong/ Skin on skin/ I want to scratch your flesh/ And skin on skin/ I need to scrape the bones of/Skin on skin/ You can't teach me a thing about right or wrong".

Ο δίσκος τελειώνει με το "The Little Death" (στο τέλος του οποίου υπάρχει κολλημένη μια μικρή ορχηστρική έκδοση του "House on Fire"), ένα κομμάτι παλαιομοδίτικης τζαζ του ’30.  Όμορφοι, νοσταλγικοί στίχοι που μιλάνε για απόγνωση και άλλα τινά: "Do you know about empty/ Die a little inside/ ’cos he hasn't lived until he's died/ You couldn't have lived until you've tried/ He hasn't lived until he's died/ .... A little death". Το ακούς, έρχεσαι σε χαλαρή διάθεση - τι ρομαντική ψυχή αυτός ο Geldof! Και μετά μαθαίνεις οτι υπάρχει η επιστημονική έκφραση ‘the little death’ η οποία σημαίνει «οργασμός»! Οπότε υποκλίνεσαι στη μεγαλειότητα του Bob Geldof και θυμάσαι εκείνον τον στίχο από το "Skin on Skin":

"Yes, tonight we go to sleep/ With the lullaby sound of buildings falling down".

Τα πικάπ έχουν βελόνες και η μνήμη αιχμηρές γωνίες. Ο καιρός περνάει, κάποια στιγμή συνειδητοποιείς πως οι μυτερές βελόνες δεν χαράξανε μόνο τα βινύλια. Kάνανε ακόμα μεγαλύτερη ζημιά, επειδή - βλέπεις - οι αιχμηρές γωνίες της μνήμης εξακολουθούν να υπάρχουν, όσα χρόνια κι αν περάσουν προσπαθώντας να τις αμβλύνουν - αυτές εκεί ρε παιδί μου, να παραμονεύουν, πότε θα κοπανήσεις πάνω τους και θα το ξανανιώσεις! Ποιο πράγμα; Μα αυτό που σε έπιανε κάθε φορά που κρατούσες το γυαλιστερό εξώφυλλο και άφηνες με προσοχή να κυλήσει έξω ο δίσκος - αυτός ο δίσκος, εκείνος ο δίσκος, κάποιος δίσκος τέλος πάντων...

Tags: Roxy Music, Van der Graaf Generator, The Clash, The Knack, Fischer Z, The Boomtown Rats




days of wine and roses - home


Sham 69

Soundtrack των ημερών:

  1. Richard Hell and The Voidoids - Blank Generation
  2. Suicide - Johnny
  3. Television - Marquee Moon
  4. Patti Smith - Hey Joe
  5. Sex Pistols - Liar
  6. Stiff Little Fingers - Suspect Device
  7. The Clash - Janie Jones
  8. Sham 69 - If The Kids Are United
  9. Buzzcocks - Boredom
  10. The Stranglers - No More Heroes
  11. The Damned - Eloise
  12. Generation X - Your Generation

Repo Man

Ιδιωτικές προβολές:

  1. John Cassavetes -The Killing of a Chinese Bookie (1976)
  2. Sam Peckinpah - Bring Me The Head of Alfredo Garcia (1974)
  3. Sidney Lumet - Dog Day Afternoon (1975)
  4. Alex Cox - Repo Man (1984)
  5. Emilio Estevez - Wisdom (1986)
  6. Francis Ford Coppola - The Outsiders (1983)
  7. Stephen Frears - Prick Up Your Ears (1987)
  8. István Szabó - Mephisto (1981)
  9. Michael Cimino - The Deer Hunter (1978)
  10. Alan Parker - Birdy (1984)

Antonin Artaud

Το χαρτί που σκοτώνει:

  1. Joseph Heller - Catch 22 (εκδόσεις ΕΚΑΤΗ)
  2. James Robert Baker - Όνειρα από χρώμιο και βινύλιο (εκδόσεις Aquarius)
  3. George Orwell - Κρατήστε σφιχτά τον μικροαστισμό σας (εκδόσεις ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ)
  4. Antonin Artaud - Ο Ηλιογάβαλος (εκδόσεις ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ)
  5. Nick Cave - Η δε όνος είδεν άγγελον (εκδόσεις ΤΥΦΛΟΜΥΓΑ)
  6. Groucho Marx - Κρεβάτια (εκδόσεις ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΑΚΗΣ)
  7. Albert Camus - Ο μύθος του Σίσυφου (εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ)
  8. Dick Hebdige - Υποκουλτούρα, το νόημα του στυλ (εκδόσεις ΓΝΩΣΗ)
  9. Δημήτρης Δεληολάνης - Η συμμορία του Τυφλοπόντικα (εκδόσεις ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ)
  10. William S. Burroughs - Junky (εκδόσεις ΑΠΟΠΕΙΡΑ)


περισσότερες στήλες