8miles days of wine and roses - home
του Θανάση "Μοτοσακού" Γιαννόπουλου

Η τρομερή συμμορία

Brat PackΕίχα από πιτσιρικάς αυτό το περίεργο θέμα με τη λογοτεχνία - βαριόμουν το διάβασμα αλλά μου άρεσαν τα βιβλία. Να στο εξηγήσω καλύτερα, επειδή μοιάζει κάπως σχιζοφρενικό: δεν αντέχω τις χαώδεις περιγραφές, τον αχαλίνωτο λυρισμό, την ακατάσχετη παπαρολογία και τους φιοριτουροειδείς συμβολισμούς, θέλω το βιβλίο να βγάζει εικόνες (και δεν εννοώ μ΄αυτό ότι διαβάζω μόνο παιδικά βιβλία με πτυσσόμενες χαρτονένιες εικόνες), θέλω να σηκώνονται τα γράμματα από το χαρτί και να ζωγραφίζουν μπροστά στα μάτια μου - αυτό είναι όλο. Και βέβαια, λατρεύω τη μυρωδιά του τυπωμένου χαρτιού, γουστάρω να χαϊδεύω τα δεμένα αντίτυπα, να αγγίζω τα ιλουστασιόν εξώφυλλα... (το κόβω εδώ για να μην γίνει kinky η περιγραφή).

Με τέτοια κριτήρια επιλέγω βιβλία και κάπως έτσι, εκτός των άλλων, κόλλησα και με το λογοτεχνικό Brat Pack. Τι είναι αυτό; Μια συμμορία απατεώνων που ποτέ δεν λειτούργησε ομαδικά, όμως βρήκε την Αμερική μισοκοιμισμένη και της έκλεψε τα μαχαιροπήρουνα. Η Αγία Τριάδα του Pack ήταν οι: Jay McInerny, Bret Easton Ellis, και Tama Janowitz. Εμφανίστηκαν στην Ανατολική Ακτή στα μέσα του '80 κι από τότε τίποτα δεν έμεινε ίδιο χωρίς τίποτα απολύτως να αλλάξει.

Η αρχή έγινε τo 1984, με το Bright Lights Big City (ελληνικός τίτλος: Φώτα Ολόφωτα, Πόλη Μεγάλη, εκδόσεις Aquarius), του Jay McInerny. Ένας φέρελπις νεανίας (άρτι αποφοιτήσας από το Πανεπιστήμιο μετά πολλών επαίνων) προσπαθεί να γίνει συγγραφέας, ενώ παράλληλα εργάζεται σε βαρύγδουπο περιοδικό σαν ελεγκτής γεγονότων (τσεκάρει δηλαδή αν αυτά που γράφουν οι συντάκτες όντως έγιναν όπως αναφέρονται). Μέχρι εδώ έχουμε μια πραγματική κατάσταση, επειδή ο McInerny υπήρξε όντως ελεγκτής γεγονότων στο New Yorker.

Bright LightsΟ ήρωας όμως έχει κι ένα πρόβλημα που ακούει στο όνομα Amanda. Πρόκειται για την γυναίκα του η οποία τον εγκατέλειψε μια ωραία μέρα και την κοπάνησε για το Παρίσι, για να γίνει μοντέλο. Ο ήρωας (του οποίου το όνομα δεν αποκαλύπτεται πουθενά μέσα στο βιβλίο) έχει μετατρέψει το διαμέρισμά του σε εικονοστάσι της πρώην συζύγου - δεν καίει βέβαια κεριά και λιβάνια κάτω από τις φωτογραφίες της, άλλα πράγματα κάνει (καταλαβαινόμαστε, νομίζω). Όταν μαθαίνει ότι η Amanda επέστρεψε στη Νέα Υόρκη ξεκινάει να την ψάχνει απεγνωσμένα - όμως αυτό που βρίσκει είναι απόρριψη, ναρκωτικά, νύχτες απώλειας και ένα χαρτί απόλυσης να τον περιμένει στο γραφείο του.

Απόσπασμα από το βιβλίο: « 'Γίνονται διάφορα, οι άνθρωποι αλλάζουν', αυτό είπε η Αμάντα. Κι έτσι, κατά τη γνώμη της, κάλυψε το θέμα. Ζητάς μια εξήγηση, ένα φινάλε στο οποίο οι ευθύνες θα καταλογίζονται και θα αποδίδεται δικαιοσύνη. Έχεις συνυπολογίσει τη βία και έχεις συνυπολογίσει τη συμφιλίωση. Αλλά το μόνο που σου απομένει είναι η αίσθηση ότι η ζωή σου θα ξεθωριάσει πίσω από την πλάτη σου, σαν κάποιο βιβλίο που διάβασες πολύ βιαστικά και σου άφησε μερικές θολές εικόνες και συναισθήματα μέχρι που, στο τέλος, το μόνο που έμεινε να θυμάσαι είναι ένα όνομα.»

Ο McInerny χρησιμοποιεί δυο πολύ δυνατά τεχνάσματα στη συγγραφή - το πρώτο είναι, όπως ήδη έγραψα, η ανωνυμία του ήρωα (η οποία δημιουργεί κλίμα ψύχωσης) και το δεύτερο είναι η αφήγηση σε δεύτερο πρόσωπο που βγάζει τρομερή επιθετικότητα - όντως, από τις πρώτες σελίδες έχεις την αίσθηση ότι σε κοπανάνε στη μούρη με μια σακούλα γεμάτη ληγμένες κονσέρβες. Νέος, ταλαντούχος, προδομένος κι αδιάφορος για τη ζωή γύρω του - αυτό βγαίνει από τις σελίδες του βιβλίου μαζί με τη Νέα Υόρκη, μια πόλη ολόφωτη σα χειρουργικό τραπέζι.

McInernyΑπόσπασμα από το βιβλίο: «Εκείνη έλεγε ότι κάποια γεγονότα μπορείς να τα αντιληφθείς μονάχα από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία - την οπτική γωνία τού πλάσματος που τα έχει ζήσει. Κι εσύ αυτό που νόμιζες οότι εννοούσε ήταν ότι τα μόνα παπούτσια που μπορούμε να φορέσουμε είναι τα δικά μας. Αλλά η Μεγκ δεν μπορούσε να φανταστεί πώς είναι το να είσαι εσύ, το μόνο που μπορούσε να φανταστεί ήταν το πώς θα ένιωθε αυτή αν βρισκόταν στη θέση σου.»

Ο τίτλος του βιβλίου είναι παρμένος από το ομώνυμο τραγούδι του Jimmy Reed (που διασκευάστηκε από ένα σωρό κόσμο: Rolling Stones, Animals, Neil Young και δε συμμαζεύεται). Οι στίχοι του τραγουδιού είναι ενδεικτικοί των συναισθημάτων του ήρωα του βιβλίου: "Bright lights, big city/ gone to my baby's head/ I tried to tell the woman/ but she doesn’t believe a word I said".

Το βιβλίο γνώρισε επιτυχία χτυπώντας ύπουλα την Αμερική εκεί ακριβώς που πονούσε περισσότερο. Σε μια εποχή που είχε αποδειχτεί περίτρανα ότι ακόμα κι ένας δευτεροκλασάτος ηθοποιός διαφημιστικών σποτ μπορούσε να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ (Ronald Reagan), με ανοιχτές τις ωμές παρεμβάσεις σε Σαλβαδόρ και Νικαράγουα αλλά και με μια αγορά εργασίας έτοιμη να υποδεχτεί την πρώτη μορφωτικά υπερεξοπλισμένη γενιά Αμερικανοπαίδων, το βιβλίο έλεγε ανοιχτά αυτό που κανένας δεν τολμούσε ν΄ακούσει. Ότι τα μορφωμένα παιδιά της Αμερικής ήταν ρεμάλια - ανεπρόκοποι που νοιάζονταν μόνο για τη διασκέδαση, ατομιστές που έβαζαν πολύ ψηλότερα την προσωπική ευτυχία από την επαγγελματική επιτυχία, χαλασμένοι, ηττημένοι από επιλογή κι ενώ είχαν όλα τα φόντα για να πετύχουν. Δεν ήταν πια οι αλήτες, οι απόκληροι, οι μαλλιάδες, οι πάνκηδες - ήταν τα «καλά παιδιά» αυτοί που θα έπρεπε όλοι να φοβούνται. Ή, για να το πούμε διαφορετικά - οι αντισυστημικοί είχαν διαβρώσει τόσο πολύ την αστική τάξη ώστε ο μηδενισμός βρέθηκε να κρατάει τα καλύτερα πόστα. Το πανκ είχε κάνει τη δουλειά του μια χαρά - αυτοί οι τύποι εφάρμοζαν το χάος με θρησκευτική προσήλωση. Και ήταν τα «καλά παιδιά», το ξαναλέω!

Το συγκεκριμένο βιβλίο έγινε ταινία (με πειραγμένο «ευτυχισμένο τέλος» και άλλες εμπορικές παρεμβάσεις) - καμιά σχέση με τον δυναμισμό του βιβλίου βέβαια, αλλά δεν χάνεις τίποτα να τη δεις κάποιο βαρετό απόγευμα.

Less than ZeroΠριν η Αμερική καταλάβει τι τη χτύπησε, ήρθε η δεύτερη μαχαιριά, τον αμέσως επόμενο χρόνο. Less than Ζero του, 21χρονου τότε, Bret Easton Ellis (ελληνικός τίτλος: Λιγότερο από το Mηδέν, εκδόσεις Σέλας). Εδώ έχουμε αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο - ο ήρωας ονόματι Clay είναι κολλεγιόπαιδο, γόνος πάμπλουτης οικογενείας και επιστρέφει σπίτι του για τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές. Ξαναβρίσκει την παλιά του κολλητή (και όχι μόνο), η οποία έχει γίνει μοντέλο και σουλατσάρει μαζί της στα αχαλίνωτα πάρτυ του Los Angeles ψάχνοντας τον τρίτο της παρέας - τον θρυλικό Julian.

Μόνο που τα πάρτυ των πλουσίων και διασήμων είναι κάπως ακραία - κι με αυτό δεν εννοώ ότι απλώς σουτάρουν βουνά ναρκωτικών ή πλακώνονται στις παρτούζες, μιλάμε για κανονικές ακρότητες εδώ πέρα! Όταν τα παιδιά βρίσκουν τον Julian, ανακαλύπτουν ότι τα πράγματα έχουν οδηγηθεί πέρα από τα όρια των αντοχών τους.

Απόσπασμα από το βιβλίο: «Κι αργότερα, όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο, πήρε μια στροφή προς τη μεριά του δρόμου που ήμουν σίγουρος ότι κατέληγε σε αδιέξοδο. 'Πού πας;' τον ρώτησα. 'Δεν ξέρω' είπε, 'απλά πηγαίνω'. 'Αλλά αυτός ο δρόμος δεν βγάζει πουθενά', του είπα. 'Δεν έχει σημασία'. 'Και τι έχει σημασία;' τον ρώτησα μετά από λίγο. 'Μόνο το ότι είμαστε στο δρόμο, μάγκα μου', είπε.»

Το συγκεκριμένο βιβλίο έκανε τη μεγαλύτερη επιτυχία από τα τρία της «παρέας» χωρίς, κατά την ταπεινή μου γνώμη, να το αξίζει. Αυτός ο Ellis έχει ένα στυλάκι που σου δίνει στα νεύρα (μάλλον ηθελημένα), είναι τερατολόγος ο κερατάς και εντελώς δήθεν - δε σε ψήνει ότι περιγράφει κάποια πραγματικότητα (κι ας χρησιμοποιεί εντελώς ρεαλιστικό στυλ γραφής). Ο αμοραλισμός του είναι τόσο κενός νοήματος που οι ακρότητες καταλήγουν στο να μη σου προκαλούν κανένα συναίσθημα - αυτό βέβαια είναι μια ατόφια πανκ τεχνοτροπία - μοιάζει να αποσκοπεί στο να σου δημιουργήσει ανοσία. Ίσως και βαρεμάρα - κλείνεις το βιβλίο πριν ακόμα το τελειώσεις και νιώθεις πιο μπλαζέ από εγγλέζο υποκόμη σε ετήσιο κυνήγι αλεπούς. Φυσικά, το εντυπωσιακό του όλου πράγματος βρίσκεται στο ότι όλα αυτά τα αρνητικά που αράδιασα λειτουργούν θετικά (όσο θετική μπορεί να είναι η αποστασιοποίηση). Πάντως επιμένω ότι τον τύπο τον διαβάζω μεν, αλλά τον απεχθάνομαι σφόδρα.

Bret Easton EllisΑπόσπασμα από το βιβλίο: " 'Αλλά δεν χρειάζεσαι τίποτα. Έχεις τα πάντα', του είπα. Ο Ριπ με κοίταξε. 'Όχι δεν έχω'. Έγινε μια παύση και μετά τον ρώτησα. 'Γαμώτο Ρίπ, τι σκατά δεν έχεις;' 'Δεν έχω τίποτα να χάσω'. "

Ίσως αναρωτιέσαι γιατί θα έπρεπε να σε ενδιαφέρει ένα βιβλίο που περιγράφει τη διεφθαρμένη μπουρζουαζία, όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Η ανώτερη τάξη πάντα λειτουργούσε σαν πρότυπο στις καπιταλιστικές κοινωνίες (όσο κι αν είμαστε απρόθυμοι να το παραδεχτούμε). Τους πλούσιους βλέπουμε και αγοράζουμε ακριβά αυτοκίνητα σαν τα δικά τους, εκείνους θέλουμε να μαϊμουδίσουμε όταν μασκαρεύουμε τις γκόμενές μας για να μοιάζουν με ανορεξικά μοντέλα και ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν έρχεται ο Ellis και σου πετάει στα μούτρα τις ακραίες συμπεριφορές προκαλώντας σε να δοκιμάσεις τη γεύση της αποτυχίας που συνεπάγεται η εκπλήρωση των στόχων σου.

Απόσπασμα από το βιβλίο: "Υπήρχε ένα τραγούδι που είχα ακούσει όσο ήμουν στο Λος Άντζελες από κάποιο συγκρότημα της πόλης. Το τραγούδι λεγόταν ‘Λος Άντζελες’ και οι στίχοι και οι εικόνες ήταν τόσο βίαιες και πικρές που το τραγούδι στριφογύριζε στο μυαλό μου για μέρες. Οι εικόνες, όπως έμαθα αργότερα, ήταν εντελώς προσωπικές και κανένας απ΄όσους ήξερα δεν τις είχε. Οι εικόνες που είχα ήταν από ανθρώπους που οδηγούνταν στην παράνοια ζώντας στην πόλη. Εικόνες από γονείς που ένιωθαν τόσο πεινασμένοι και ανολοκλήρωτοι ώστε έτρωγαν τα ίδια τους τα παιδιά. Εικόνες από ανθρώπους, τηνέιτζερς στην ηλικία μου, που σηκώνανε τα κεφάλια τους από την άσφαλτο, κοιτάζανε ψηλά και τυφλώνονταν από τον ήλιο. Αυτές οι εικόνες μου έμειναν ακόμα κι όταν έφυγα από την πόλη. Εικόνες τόσο βίαιες και αποκρουστικές που κατέληξαν να είναι το μοναδικό μου σημείο αναφοράς για πολύ καιρό μετά. Αφού έφυγα."

Το βιβλίο, φυσικά, βγήκε και σε ταινία, αλλά δε στη συστήνω επειδή ήταν κάκιστη, βαρετή και επιπέδου Δαλιανίδη. Το μόνο που βλεπόταν ευχάριστα εκεί μέσα ήταν οι Bangles οι οποίες εκτελούσαν μια διασκευή του "Hazy Shade of Winter".

Κι αυτός ο τίτλος βιβλίου είναι παρμένος από τραγούδι - συγκεκριμένα το ομότιτλο του Elvis Costello με τον οποίο ο Ellis φαίνεται να έχει κάποιο κόλλημα.

Slaves of New YorkΤο τελειωτικό χτύπημα στην παραζαλισμένη Αμερική δόθηκε από την κυρία της «παρέας» - την Tama Janowitz με τη συλλογή διηγημάτων της Slaves of New York (ελληνικός τίτλος Σκλάβοι της Νέας Υόρκης, εκδόσεις Σέλας). Μετά το ξεγύμνωμα των «καλών παιδιών» της αστικής τάξης και την επίδειξη αμοραλισμού της αριστοκρατίας, έμενε να κονιορτοποιηθεί η καλλιτεχνική κοινότητα του Village κι αυτό ακριβώς έκανε η Janowitz.

Απόσπασμα από το βιβλίο: «Δεν μου αρέσει... με κάνει να νιώθω σα να πρόκειται να με πετάξει σ΄ένα φέρετρο και μετά ν΄αρχίσει να κόβει βόλτες πάνω του.»

Μέσα από το ζευγάρι των κεντρικών ηρώων, του Stash που προσπαθεί να γίνει καλλιτέχνης και της Eleanor που φτιάχνει κοσμήματα, κυρίως για λόγους επιβίωσης, παρακολουθούμε την παρέλαση των εξαθλιωμένων: καλλιτέχνες, πουτάνες, τραβεστί, άγιοι και λωποδύτες - όλοι στο κυνήγι της αναγνώρισης - σκλάβοι της πρέζας και της αχαλίνωτης φιλοδοξίας τους, παλεύουν να τη βγάλουν καθαρή ακόμα μια μέρα μπας και χτυπήσουν τη μεγάλη ευκαιρία. Η Janowitz (καλή φίλη του Andy Warholl ο οποίος είχε αγοράσει τα δικαιώματα αυτού του βιβλίου για να το κάνει ταινία) πιάνει όλους τους "beautiful people" (που θαυμάζαμε σε μυθικές πόζες στο Factory) πριν προλάβουν να φτιασιδωθούν - τους βουτάει, στην κυριολεξία, με τα σώβρακα και τους πετάει στην 9η Λεωφόρο μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα. Το παράξενο βέβαια, είναι πως αυτοί οι τύποι ακόμα κι έτσι παραμένουν συγκλονιστικοί.

Απόσπασμα από το βιβλίο: «... και μ΄έκανε να νιώσω άβολα ο τρόπος που αυτός ο τύπος ξεκοκάλιζε μια φτερούγα κοτόπουλου με τα δόντια του κοιτάζοντάς με. Ξέρεις, το μόνο που ήθελα να του πω ήταν να το σταματήσει αυτό το πράγμα και να γίνει άνθρωπος.»

Tama JanowitzΟ Andy Warholl πέθανε πριν προλάβει να γυρίσει την ταινία κι έτσι ανέλαβε η ίδια η Janowitz να φτιάξει το σενάριο, το οποίο γύρισε τελικά ο James Ivory - πρόκειται για τη μοναδική ταινία της τριάδας που βλέπεται με αξιώσεις (χωρίς βέβαια να φτάνει στο ύψος του βιβλίου).

Η κυρίαρχη αμερικάνικη κουλτούρα καταβρόχθισε με μεγάλη προθυμία το Brat Pack. Άλλωστε, μην ξεχνάς οτι οι εκπρόσωποι της συγκεκριμένης συμμορίας (γιατί λογοτεχνική κίνηση δεν μπορείς να την ονομάσεις) δεν είχαν καμιά διάθεση να παίξουν ρόλους κοινωνικά απόβλητων, καταραμένων καλλιτεχνών ή αναχωρητών. Τα παιδιά ζούσαν μέσα στην «καλή κοινωνία», ακόμα περισσότερο, τα παιδία ήταν η «καλή κοινωνία»!

Η Tama Janowitz συνέχισε να γράφει βιβλία με μικρότερη (έως και καθόλου) επιτυχία και να σπαταλιέται στα σαλόνια - με το πέρασμα των χρόνων έγινε περισσότερο γνωστή για τις ακραίες δηλώσεις της παρά για το συγγραφικό της ταλέντο. Δες για παράδειγμα τη δήλωσή της σχετικά με το φαινόμενο της υιοθεσίας παιδιών από φτωχές χώρες (η ίδια έχει υιοθετήσει ένα κορίτσι από την Κίνα):

«Από μια πλευρά λοιπόν, είναι ωραίο να γνωρίζεις σαν γονιός, είτε βιολογικός, είτε άλλου είδους - πώς ότι και να κάνεις, θα είσαι πάντα λάθος. Όπως λέω στη Willow: 'Λοιπόν, θα πρέπει να ξέρεις ότι αν ήσουν ακόμα στην Κίνα θα δούλευες 14 ώρες τη μέρα και με το ζόρι θα σ΄αφήνανε να κάνεις διάλειμμα για κατούρημα'. Κι εκείνη μου απαντάει - όπως απαντάνε όλα τα παιδιά από αρχαιοτάτων χρόνων - 'Και τι έγινε, δε με νοιάζει - θα προτιμούσα να το κάνω αυτό παρά να είμαι εδώ πέρα'.»

Ο Bret Easton Ellis παρέμεινε επιτυχημένος κυκλοφορώντας το The Rules of Attraction (όπου μπορούμε να πούμε ότι παρακολουθούσε την πορεία του Clay στο Κολλέγιο) και στη συνέχεια αποθεώθηκε με το American Psycho (ας πούμε ότι είναι η επέκταση της περσόνας του Julian). Συνεχίζει να ζει προσπαθώντας να θολώσει τα νερά σχετικά με το πόση δόση φαντασίας και πόσα αυτοβιογραφικά στοιχεία περιέχεται στα βιβλία του - το 2010 κυκλοφόρησε τη συνέχεια του Less than Zero η οποία τιτλοφορείται Imperial Bedrooms (τίτλος επίσης δανεισμένος από τον Elvis Costello).

Το μεγαλύτερο ταλέντο της «παρέας» (και μάλλον ο μοναδικός πραγματικός συγγραφέας από τους τρεις), ο Jay McInerny έβγαλε ακόμα ένα βιβλίο-δυναμίτη, το Story of My Life όπου (ο αθεόφοβος) γράφει το ημερολόγιο μιας φοιτήτριας σε πρώτο πρόσωπο! Στη συνέχεια με τα Brightness Falls και The Good Life φανέρωσε τις μουδιασμένες πλευρές της Generation X, ακολουθώντας τα «καλά παιδιά» όσο αυτά ωριμάζουν - πεθαίνουν σε καλοπληρωμένες δουλειές, μονίμως υπερχρεωμένοι, μονίμως κυνηγημένοι από την αδυσώπητη πραγματικότητα. Η πορεία μιας γενιάς μεταξύ καθημερινότητας, πολυτέλειας και ψυχιατρείου, όταν οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες των κολλεγιακών χορών προσπαθούν να κρατήσουν κάτι από τη νεανική τους ομορφιά περιθάλποντας τους αποτυχημένους συγγραφείς - φίλους τους. Και τα τρία αυτά βιβλία έχουν κυκλοφορήσει σε ελληνική μετάφραση - πρόκειται για αριστουργήματα - θα τα σύστηνα ανεπιφύλακτα, αν την μετάφραση του Brightness falls (ελληνικός τίτλος: Μανχάταν, εκδόσεις ΠΟΛΙΣ) δεν είχε κάνει η Σώτη Τριανταφύλλου (αγόρασε την ελληνική μετάφραση μονάχα εφόσον γνωρίζεις καλά αγγλικά και θέλεις να πεθάνεις στο γέλιο με τα μεταφραστικά μαργαριτάρια της Σώτης!)

Αυτό ήταν το Brat Pack κι έτσι γράφτηκε το τέλος μιας γενιάς που δεν καταδέχτηκε ποτέ να λατρέψει τις ψευδαισθήσεις της - προτίμησε να τις συντηρεί ιδιωτικά με ναρκωτικά, αλκοόλ και πολυτέλειες. Κρίνοντας εκ των υστέρων, νομίζω ότι τα κατάφεραν μια χαρά. Αν μη τι άλλο δεν ξεφτιλίστηκαν σαν τη «γενιά των μεγάλων επαναστάσεων» και δεν αποκοιμήθηκαν ξεσκέπαστοι σαν τη «γενιά του ίντερνετ».

Ας είναι όλοι τους καλά, όπου (και για όσο) κι αν βρίσκονται.


σχόλια αναγνωστών

Tags: Jay McInerny, Bret Easton Ellis, Tama Janowitz, Brat Pack, βιβλία






Sham 69

Soundtrack των ημερών:

  1. Richard Hell and The Voidoids - Blank Generation
  2. Suicide - Johnny
  3. Television - Marquee Moon
  4. Patti Smith - Hey Joe
  5. Sex Pistols - Liar
  6. Stiff Little Fingers - Suspect Device
  7. The Clash - Janie Jones
  8. Sham 69 - If The Kids Are United
  9. Buzzcocks - Boredom
  10. The Stranglers - No More Heroes
  11. The Damned - Eloise
  12. Generation X - Your Generation

Repo Man

Ιδιωτικές προβολές:

  1. John Cassavetes -The Killing of a Chinese Bookie (1976)
  2. Sam Peckinpah - Bring Me The Head of Alfredo Garcia (1974)
  3. Sidney Lumet - Dog Day Afternoon (1975)
  4. Alex Cox - Repo Man (1984)
  5. Emilio Estevez - Wisdom (1986)
  6. Francis Ford Coppola - The Outsiders (1983)
  7. Stephen Frears - Prick Up Your Ears (1987)
  8. István Szabó - Mephisto (1981)
  9. Michael Cimino - The Deer Hunter (1978)
  10. Alan Parker - Birdy (1984)

Antonin Artaud

Το χαρτί που σκοτώνει:

  1. Joseph Heller - Catch 22 (εκδόσεις ΕΚΑΤΗ)
  2. James Robert Baker - Όνειρα από χρώμιο και βινύλιο (εκδόσεις Aquarius)
  3. George Orwell - Κρατήστε σφιχτά τον μικροαστισμό σας (εκδόσεις ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ)
  4. Antonin Artaud - Ο Ηλιογάβαλος (εκδόσεις ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ)
  5. Nick Cave - Η δε όνος είδεν άγγελον (εκδόσεις ΤΥΦΛΟΜΥΓΑ)
  6. Groucho Marx - Κρεβάτια (εκδόσεις ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΑΚΗΣ)
  7. Albert Camus - Ο μύθος του Σίσυφου (εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ)
  8. Dick Hebdige - Υποκουλτούρα, το νόημα του στυλ (εκδόσεις ΓΝΩΣΗ)
  9. Δημήτρης Δεληολάνης - Η συμμορία του Τυφλοπόντικα (εκδόσεις ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ)
  10. William S. Burroughs - Junky (εκδόσεις ΑΠΟΠΕΙΡΑ)


περισσότερες στήλες