cover

View large picture

blast from the past

Lee Michaels

Lee Michaels

(A&M)

CD, Βινύλιο
Κυκλοφορία: 1969
Κλασική rock/pop, Ψυχεδέλεια


Α&Μ 1969 / One Way 1996 / Lee Michaels 2006

Το όνομα Lee Michaels λέει πλέον πολύ λίγα πράγματα στους περισσότερους φαν της ροκ μουσικής - αν λέει κάτι... Κι όμως ο άνθρωπος αυτός κυκλοφόρησε μερικούς φοβερούς δίσκους την περίοδο 1968 - 1972 ανεβαίνοντας μάλιστα μία φορά στους καταλόγους επιτυχιών (σσ. στο αμερικάνικο top-10 το 1971 με το σινγκλ "Do You Know What I Mean"). Εκπληκτικός οργανίστας, σάρωνε με το Hammond B3 του ταυτόχρονα τραγουδώντας με μία από τις καλύτερες κι εκφραστικότερες λευκές blues φωνές της εποχής.

Lee MichaelsO Michaels, το πραγματικό όνομα του οποίου είναι Michael Olsen, ξεκίνησε την πορεία του στη μουσική στη νότια Καλιφόρνια παίζοντας με ένα surf συγκρότημα, τους Sentinals, δίπλα στον John Barbata (μετέπειτα ντράμερ των Turtles, Jefferson Airplane και Jefferson Starship). Το 1967 μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο, υπέγραψε συμβόλαιο management με τον Matthew Katz (μάνατζερ μεταξύ άλλων των Airplane και των Moby Grape) και μπήκε στο δυναμικό της A&M για την οποία ηχογράφησε έξι στούντιο κι ένα λάιβ άλμπουμ: Carnival of Life ('68), Recital ('68), Lee Michaels ('69), Barrel ('70), Fifth ('71), Space and First Takes ('72) και Lee Michaels Live ('73). H ιδιομορφία του ήταν ότι όλη η μουσική του παραγόταν από τον ίδιο κι έναν ντράμερ - στις περισσότερες περιπτώσεις τον Frosty (Bartholomew Smith-Frost). Οι δύο τους ήταν παραπάνω από αρκετοί για να δημιουργήσουν μια ολοκληρωμένη κι απολαυστική μουσική εμπειρία τόσο στο στούντιο όσο και τις συναυλίες, οι οποίες λέγεται ότι άφησαν εποχή - ο Michaels παίζοντας ριφ, γεμίσματα και σόλο στο Hammond και κρατώντας το μέτρο με μπάσο-πετάλια και ο Frosty δίνοντας ένταση με το στιβαρό του παίξιμο στους funky blues ρυθμούς των κομματιών και συμπληρώνοντας τη heavy rock εμπειρία με εκπληκτικά ντραμ σόλο. Επιπλέον τα εξαιρετικά φωνητικά του Michaels ανήκαν στη σχολή του καλιφορνέζικου ροκ με τις γνωστές έντονες blues και soul αναφορές και έδιναν στα τραγούδια υπόσταση πάνω από τις δεξιοτεχνικές επιδόσεις των δύο μουσικών. Προσωπικά πολλές φορές η μουσική τους μου φέρνει στο μυαλό και βρετανικά σχήματα της περιόδου, όπως λ.χ. οι ELP, βέβαια επί το αμερικανικότερον και λιγότερον εγκεφαλικό.

Ο συγκεκριμένος, τρίτος δίσκος του Lee Michaels είναι, πιστεύω, ο πλέον αντιπροσωπευτικός του και σαφώς ένας από τους καλύτερους. Χωρίς εμπορικές ή ποπ διαθέσεις, ξεκινάει με ένα 20λεπτο medley που καλύπτει όλην την πρώτη πλευρά του βινυλίου ("Tell Me How Do You Feel" / "(Don't Want No) Woman" / "My Friends" / "Frosty's" / "Think I'll Go Back") με heavy rock / funky grooves κι ένα εκπληκτικό και μεγάλο ντραμ σόλο από τον Frosty, που θα ζήλευε κι ο μακαρίτης John Βοnham - με λίγα λόγια κάτι σαν Led Zep. όπου την κιθάρα έχει αντικαταστήσει το Β3. Στη δεύτερη πλευρά συναντούμε ένα από τα καλύτερα "Stormy Monday (Blues)" που έχουμε ακούσει από λευκούς μουσικούς με το Hammond και πάλι να θερίζει, δύο πιο χίπικα τραγούδια ("Who Could Want More" και "Want My Baby") σε cool διαθέσεις και μια νότια soul κατακλείδα ("Heighty Hi") με sing-along spiritual δεύτερες φωνές, ήχο ηλεκτρικού πιάνου και δυνατό ρυθμό. Ο δίσκος ηχογραφήθηκε ζωντανά στο στούντιο και καταφέρνει να μεταφέρει με πιστότητα την περίφημη δεινότητα του σχήματος στις ζωντανές του εμφανίσεις και να απεικονίσει τη μουσική τους χωρίς overdubs, με όλη της την πρωτογενή δύναμη, δημιουργεί δε επιπλέον μια ατμόσφαιρα «πάρτυ» για τον ακροατή - έχουμε βέβαια στο μυαλό μας ροκ πάρτυ προ 40ετίας...

Στην εποχή του το Lee Michaels παίχτηκε αρκετά από το αμερικάνικο ροκ ραδιόφωνο - τότε ακόμη μπορούσες να παίξεις 20λεπτα κομμάτια στα ερτζιανά και κάποιο κοινό να μένει εκστασιασμένο αντί να αλλάζει σταθμό... Δύο χρόνια αργότερα μάλιστα o δημιουργός του γνώρισε ανέλπιστα και την εμπορική επιτυχία με ένα σινγκλ από το άλμπουμ Fifth. Μετά το 1973 όμως δεν ήταν τόσο τυχερός. Κυκλοφόρησε τρεις ακόμη δίσκους στην Columbia που πέρασαν απαρατήρητοι, μετακόμισε στη Χαβάη κι εξαφανίστηκε από τη σκηνή. Στις αρχές των 80s ηχογράφησε ένα ακόμη άλμπουμ (Absolutely Lee), το οποίο όμως κυκλοφόρησε πολλά χρόνια αργότερα - το 1996 - από την One Way Records. To 2006 έβγαλε μόνος του ένα CD με τίτλο My Life που σχεδόν κανένας δεν κατάλαβε ότι κυκλοφόρησε και τα τελευταία του νέα που μπορέσαμε να βρούμε είναι ότι εργάζεται στο εστιατόριο του αδελφού του στη Santa Monica. Ίσως γράφοντας για τους παλιούς του δίσκους, βοηθήσουμε κι εμείς τους παλαιοντολόγους του rock'n'roll να τον ανασύρουν από την αφάνεια... -- Laertis

Wild Thing homepage