cover

View large picture

blast from the past

Ravi Shankar

Three Ragas

(Music of India)

CD, Βινύλιο
Κυκλοφορία: 1956
World, Ινδική μουσική


Music of India 1956 / World Pacific/Capitol 1967 / Angel (Canada) 1968 / His Masters Voice 1969 / Angel/EMI 2000 / Doxy 2013

Three Ragas - the original 1956 coverRavi Shankar: Three Ragas (τρία τραγούδια από τρεις μουσικούς)
1. "Raga Jog"
2. "Raga Ahir Bhairav"
3. "Raga Simhendra Madhyamam"

Ravi Shankar: σιτάρ. Chatur Lal: τάμπλα. Pradyat Sen: τανπούρα.

Με την Ινδική μουσική ήρθα σ' επαφή «παράνομα». Ψάχνοντας ένα απόγευμα στην ηλικία των οκτώ κρυφά τους δίσκους του πατέρα μου, βρήκα ανάμεσα σε Elvis, Dylan, Herman's Hermits, Idols, Renato Carosone κ.λπ. τον δίσκο Three Ragas του Ravi Shankar. Ίσα-ίσα που είχα μάθει να βάζω τους δίσκους στο πλατώ κι αυτός μου φάνηκε τόσο παράξενος και τόσο παράταιρος - ήδη από τη σύγκριση των εξωφύλλων - που αμέσως τον τοποθέτησα ιεροτελεστικά πάνω στο δισκοειδές επίπεδο και πάτησα το κουμπί γενικού ανοίγματος, κοιτώντας με αγωνία μήπως έρθει κάποιος. Το πικάπ ήταν ένα ρώσικο Symphonija με «λαμπάτο» ενισχυτή που όμως εγώ δεν ήξερα τότε τι σημαίνει αυτό. Ήθελα μόνο πολύ γρήγορα να παίξει ο δίσκος, ν' απολαύσω τον απαγορευμένο καρπό και να μη με πάρει χαμπάρι κανείς... Δεν ήμουν να περιμένω τις λάμπες να ζεσταθούν.

Σήκωσα το βραχίονα και έβαλα τη βελόνα πάνω στο βινύλιο χωρίς υπομονή. Έσυρα προς τα δεξιά το κουμπί 'start' και περίμενα... Τίποτα δεν ακούστηκε, ενώ το μάτι μου κόντευε ν' αλληθωρίσει λόγω του ότι έπρεπε να είναι καρφωμένο στην κλειστή πόρτα, σ' επιφυλακή μήπως έρθει κανείς... Στο ακουστό επίπεδο υπήρχε μόνο ο ελαφρύς βόμβος απ' τις λάμπες έτσι όπως είχα γυρίσει στο τέρμα το περιστροφικό «πόμολο» του ήχου, μπας και ακούσω κάτι.

Τότε ακούστηκε.

Ένας ακατανόητος ήχος, που δεν είχε καμμία σχέση με ό,τι είχα ακούσει ως τότε, πλημμύρισε το σπίτι, πέρασε από τις κλειστές πόρτες, έφτασε στ' αυτιά των γονιών μου, που δεν ήθελα να φτάσει, τα έφερε εκεί μπροστά μου και τα αποδυνάμωσε στη θέα της έκστασης που ένοιωθα οκτώ χρονών σκατό, μπροστά στα δύο φορές ψηλότερα μου ηχεία να πάλλονται στο δέκα ρίχνοντας τον ήχο πάνω στο κεφάλι μου. Τον ήχο του σιτάρ να παίζει ράγκα από τα χέρια του Ravi Shankar.

Thee Ragas - the 1967 reissue coverΟ δίσκος αυτός θεωρούνταν ιερός στο σπίτι με την έννοια της σπανιότητας (ήταν ο πρώτος δίσκος του Ravi Shankar κυκλοφορώντας το 1956 από την ινδική εταιρεία βρετανικών κεφαλαίων Music of India) αλλά κι ενός μυστηρίου που έκρυβε και ήμουν πολύ μικρός για να ξεκλειδώσω. Ο δίσκος μετά από αυτό το πρώτο άκουσμα εξαφανίστηκε, κλειδώθηκε και πέρασαν πολλά χρόνια - ευτυχώς - για να τον ξαναπιάσω στα χέρια μου.

Αν πρέπει σε κάθε παιχνίδι ν' αναγνωρίζει κανείς την πηγή του εναρκτήριου λακτίσματος, όσον αφορά το δικό μου «ευρέως πνεύματος rock'n'roll» - όπως θέλω να το λέω - πηγή και εναρκτήριο λάκτισμα αποτέλεσαν η γοητευτική αλητεία του Elvis, η αίσθηση ταξιδιού που μου έδινε ο Dylan, η αισιοδοξία των Beatles και το απαγορευμένο μυστηριακό άκουσμα των τριών ράγκα, όλα από δίσκους που δεν ήταν καν δικοί μου...

Δεν πέρασε πολύς καιρός και μπήκα πια στο παιχνίδι. Άρχισα ν' ακούω με πάθος μουσική, να ηχογραφώ κασέτες ακόμη και από εκπομπές στο ραδιόφωνο, με εξωτερικό μικρόφωνο σε τρανζιστοράκι. Σιγά - σιγά άρχισα ν' αγοράζω και δίσκους. Ένα βράδυ ακούγοντας την εκπομπή της Μαριτίνας Πάσσαρη Σκάλα για τα αστέρια άκουσα να βάζει τον γνώριμο μα απωθημένο ήχο.

«Βουουουουμμμμμμ Βουουουμμμμμ τιιν τιιν ριιιιιιν αααααμμμμμ παντααααμ ααααααμ τιν τιιιν ρααααμ...» Ήταν το "Raga Jog", το ένα και μοναδικό κομμάτι της δεύτερης πλευράς του βινυλίου, 28 λεπτά και 22 δευτερόλεπτα στ' αστέρια κυριολεκτικά.

Έπαθα συγκλονισμό. Ήδη είχα βρει κάποιο δρόμο στο ηλεκτρικό rock'n'roll, μα ένα τουβλάκι - αυτό που θ' αποτελούσε το θεμέλιο λίθο της πυραμίδας προς τον ουρανό - έλειπε. Κάπως είχε απωθηθεί, σχεδόν ξεχαστεί, μα όχι στ' αλήθεια. Το άκουσα ολόκληρο και η Μαριτίνα το άφησε ολόκληρο να παίξει. Ακόμη έχω μια κασέτα μασημένη με ό,τι είχα προλάβει να ηχογραφήσω με όλα τα «χρρρ» και «φσσς» της εξωτερικής ηχογράφησης. Όταν τελείωσε, νόμιζα πως είχαν περάσει τρεις ώρες και ταυτόχρονα τρία μόνο λεπτά. Ήθελα κι άλλο, μα η εκπομπή δεν ήταν πικάπ. Έβαζα την κασέτα, μα η κασέτα δεν είχε αυτήν την κλιμακωτή εξέλιξη προς το συντονισμό με τον παλμό των κυττάρων μου. Ήταν μισή, δε με ικανοποιούσε.

Live at the Monterey International Pop FestivalΤην άλλη μέρα πρωί-πρωί την κοπάνησα από το σχολείο και άρχισα το ψάξιμο. Έψαξα όλο το σπίτι για να βρω το «άγιο δισκοπότηρό» μου, μα χωρίς επιτυχία. Στο τέλος απελπίστηκα και βγήκα να πάω κάπου, οπουδήποτε, να σκεφτώ. Ευτυχώς πήγαινα σχολείο στα Εξάρχεια κι εκεί υπήρχαν άνθρωποι στους δρόμους και την πλατεία, μεγαλύτεροι από μένα που κάτι θα καταλάβαιναν. Μπα... Δεν ήταν και τόσο εύκολο. Ώσπου αργά το απόγευμα πέτυχα έναν τύπο που μου υπέδειξε ένα υπόγειο δισκάδικο που «παίζει και να είχε τέτοια». Πήγα, κατέβηκα κι άρχισα το ψάξιμο. Έψαχνα τυχαία, από Police και Birthday Party ως Blackfoot και Black Οak Arkansas. Όπως συνήθως γίνεται όταν αναζητάς κάτι πολύ, ή δεν το βρίσκεις καθόλου είτε το βρίσκεις τελευταίο. Εγώ το βρήκα τελευταίο. Ήταν αυτό. Tο Three Ragas του Ravi Shankar μόνο με άλλο εξώφυλλο. Από αυτό το άλμπουμ κατάλαβα για πρώτη φορά την έννοια και αναγκαιότητα των ανατυπώσεων. Αυτή ήταν η ανατύπωση του 1967 από την Capitol. (Έχουν υπάρξει ανατυπώσεις του από την World Pacific το 1967, από την Angel το 2000, από την ιταλική Doxy το 2013, ενώ με άλλο τίτλο, τον ‎Ravi Shankar: Music οf India Album 2 (Three Classical Ragas) κυκλοφόρησε από την Angel μόνο για τον Καναδά το 1968 και υπό τον τίτλο Ravi Shankar: Music οf India (Three Classical Ragas) από την His Masters Voice το 1969 στη Μεγάλη Βρετανία). Τέλος πάντων χρεώθηκα, δανείστηκα, το άλμπουμ εν τέλει ήρθε στα χέρια μου και άρχισα να το «λιώνω»...

Όπως ήταν φυσικό, ο ήχος του μπήκε τόσο μέσα μου που άρχισα ν' αναγνωρίζω όλα τα συγκροτήματα της δυτικής μουσικής που χρησιμοποιούσαν σιτάρ, πώς το χρησιμοποιούσαν και αν ήταν σιτάρ κι όχι κάποια εξυπνάδα με την κιθάρα σε συνδυασμό με παραμορφωτές, όπως έκαναν οι Electric Prunes (κατά τ' άλλα αγαπημένη μπάντα). Παράλληλα άρχισα να χτίζω τον προσωπικό μου πύργο από βινύλια με τις δουλειές και τις συνεργασίες του Ravi Shankar και να συλλέγω πληροφορίες σχετικές με το όργανό του, το παίξιμο του, το κλασικό 'setup' μιας σιταριστικής μπάντας και όλα εκείνα που είχαν επηρεάσει πάρα πολλούς rock'n'roll μουσικούς ώστε ν' ακολουθήσουν τους δρόμους του, έστω κι ως σκέτο ηχόχρωμα σε μερικές περιπτώσεις. Ήταν ένα εσωτερικό αστείο μεταξύ εμού και του εαυτού μου, όταν διάφοροι ψαγμένοι - στην εξέλιξη μας - φίλοι μου εκστασιάζονταν με τα «ανοίγματα» του ήχου του σιτάρ στο "Six Dreams" του Future των Seeds, ενώ εγώ ΗΞΕΡΑ πως ήταν μόνο το ελεύθερο χωρίς δακτυλισμούς παίξιμο της tanpura (ενός άλλου απλά συνοδευτικού ινδικού οργάνου) και το σιτάρ κρυμμένο από πίσω έπαιζε καθαρές μελωδίες που δεν τους έδινε σημασία κανείς, γιατί δεν ήταν εξόφθαλμα εξωτικά «ατακαδόρικες».

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα κάπως από την αρχή σχετικά με το σιτάρ και τι έκανε το Three Ragas στη Δύση και το rock'n'roll.

Ravi & daughter Anoushka ShankarΑρχικά όπως έλεγα παραπάνω ο δίσκος είχε κυκλοφορήσει για την Music οf India που ήταν ινδική εταιρεία βρετανικών συμφερόντων. Ο Ravi Shankar, γεννημένος στο Βαρανάσι της Ινδίας το 1920, ξεκίνησε ως χορευτής κλασικού ινδικού χορού στο θίασο του αδελφού του Uday Shankar. Το 1936 όμως παράτησε το χορό και μπήκε στη «μουσική αυλή» του πολυοργανίστα Allauddin Khan μελετώντας το σιτάρ. Το σιτάρ θεωρείται η ανθρώπινης κατασκευής μετεξέλιξη της veena, ενός περίπου όμοιου οργάνου, με πιο παχιά μέλη και βαθύτερο ήχο όμως, που η παράδοση λέει πως έφερε ο Βούδας από τις ερήμους της έκστασης. Ο Ravi Shankar παρουσίασε γρήγορα δημιουργικό και εποικοδομητικό ταλέντο και ο δάσκαλός του τον ώθησε να παίξει ως μουσικός πια στην ορχήστρα που θα συνόδευε τον χορευτικό θίασο του αδελφού του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο δίσκος τους ηχογραφήθηκε το 1937 στις 78 στροφές με τον τίτλο The Original Uday Shankar Company of Hindu Musicians, Recorded During the Historic 1937 Visit to the United States και κυκλοφόρησε για την Varanasi Records, η οποία κλείνοντας πέντε χρόνια αργότερα κατέστρεψε τις μήτρες και τα αντίτυπα που είχε στη διάθεσή της. (Η μοναδική ηχογράφηση που σώζεται από αυτό το έργο είναι ένα κομμάτι του που βρίσκεται μέσα στο Flowers of India, το οποίο κυκλοφόρησε το 2007 από την Él records και ανατυπώθηκε από βινύλιο που διασώθηκε από το ίδρυμα Ravi Shankar στην Ινδία. Ανάμεσα στους διασωσμένους ήχους βρίσκεται και μια πρώιμη εκτέλεση του "Raga Jog" που βελτιωμένο και καθηλωτικό ακούμε στη μια μεριά του Three Ragas).

Η επίσκεψη σε μια ξένη χώρα και η αποδοχή της μουσικής του από τους Αμερικανούς ήδη από το 1937 κάρφωσε στο μυαλό του Ravi Shankar αυτό που ήταν και «ο υπέρτατος σκοπός της ζωής του» όπως ο ίδιος μου ομολόγησε, όταν χρόνια αργότερα, βρήκα το θάρρος να του μιλήσω στα παρασκήνια της τέταρτης φοράς που τον είδα να παίζει ζωντανά.

Χρειάστηκε να περάσουν μερικά χρόνια. Όταν το 1956 ηχογραφήθηκε το Τhree Ragas, στην Αμερική μεσουρανούσε το rock'n'roll, μα εκεί ήταν και η jazz. Η ελευθερία που έδιναν οι μελωδίες της jazz και η φιλοσοφία της όλο και περισσότερης εξέλιξης αυτής της μουσικής (πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν πως και το rock'n'roll μια έκφραση της jazz είναι και δε θα με βρουν διαφωνούντα) οδήγησε ορισμένους μουσικούς ν' ανακαλύψουν τον Ravi Shankar και τους ήχους του σιτάρ πολύ νωρίτερα από τον George Harrison και τους Beatles που ο ποπ μύθος συμπαθεί περισσότερο.

Πρώτος ο κλαρινετίστας Tony Scott ηχογράφησε εκπλήσσοντας τους πάντες το 1957 στην Αμερική, ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του Three Ragas στην Ινδία, το κομμάτι με τον τίτλο "Portrait of Ravi" για το άλμπουμ του Dedications και μέσα εκεί έδειχνε χωρίς λόγια πως είχε συνεργαστεί σε επίπεδο δάσκαλου - μαθητή με τον Ravi Shankar εκ πρώτης ακούγοντας ξανά και ξανά το Three Ragas.

O ίδιος ο Ravi Shankar καλέστηκε από τον φλαουτίστα/σαξοφωνίστα της Δυτικής ακτής Bud Shank το 1961 ώστε να συνεργαστούν στο άλμπουμ του δεύτερου με τίτλο Improvisations φτιάχνοντας ένα κομμάτι με τίτλο "Pather Panchali", όπου επισήμως για πρώτη φορά ο Ravi Shankar παίζει μουσική με δυτικούς συναδέλφους του.

Ravi, Anoushka & the ColtranesΟ John Coltrane συνάντησε τον Ravi Shankar το 1965 μετά από μακρά περίοδο αμοιβαίου θαυμασμού και αλληλογραφίας με θέμα τη μουσική. Το όνομα του Coltrane συνδέθηκε αδιάρρηκτα με τη modal jazz (ένα παρακλάδι της jazz που χρησιμοποιούσε «δρόμους» όπως χρησιμοποιούν είδη σαν το ρεμπέτικο κι όχι μελωδικές αναπτύξεις όπως συνηθίζεται στις δυτικού τύπου μουσικές) και βέβαια με το άλμπουμ Milestones του Miles Davies που ηχογραφήθηκε το 1958 και δείχνει καθαρά επηρεασμένο από τη μελέτη της ινδικής μουσικής, όπως αυτή εκφράζεται από το Three Ragas. O ινδικός επηρεασμός φαίνεται και στη μετέπειτα μουσική του Coltrane με ιδιαίτερη στάση στο άλμπουμ του Kulu Se Mama του 1965.

Φυσικά σιτάρ ή ινδικούς επηρεασμούς χρησιμοποιούν στη jazz ονόματα όπως η Alice Coltrane (πιανίστρια, οργανίστρια, αρπίστρια και δεύτερη γυναίκα του John), ο πολυοργανίστας Yusef Lateef, ο alto σαξοφωνίστας Joe Harriott, ο σαξοφωνίστας, τρομπετίστας και βιολονίστας Ornette Coleman και πολλοί άλλοι, όλοι έως το 1967 όπου κρίθηκε αναγκαίο από την World Pacific Records στην Αμερική, ένας τόσο επιδραστικός δίσκος όπως το Three Ragas να ανατυπωθεί.
Δύο χρόνια πριν, το 1964, έχοντας στα χέρια του την αυθεντική κόπια του δίσκου από την Music οf India Records ο παραγωγός της World Pacific Jim Dickson, θέλοντας να μοιραστεί την ιδέα της ανατύπωσης του δίσκου με φίλους του μουσικούς που θα την έβρισκαν ενδιαφέρουσα, έβαλε το δίσκο στο πλατώ ώστε να τον ακούσει ένας νεαρός μουσικός που έθρεφε μεγάλο θαυμασμό για τον John Coltrane που ήδη είχε δείξει τη στάση του σε σχέση με την εκτίμηση της ινδικής μουσικής όπως έφθανε στην Αμερική μέσω αυτού του δίσκου. Ο νεαρός αυτός μουσικός ήταν ο David Crosby κι εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από αυτά που άκουσε, που φώναξε το φίλο του και συνιδρυτή του συγκροτήματος Byrds, Roger McGuinn να ακούσουν ξανά μαζί το δίσκο.

Οι δύο μουσικοί έμειναν με το στόμα ανοιχτό και έγιναν από τότε οι πρώτοι ροκ μουσικοί που άρχισαν να ενδιαφέρονται για την προώθηση της μελωδίας πιο πέρα από τις δυνατότητες της country ή του ροκ, σ' ένα άγνωστο περιβάλλον όπου μόνο η τζαζ ή η ινδική μουσική μπορούσαν να φθάσουν. Περίπου το ίδιο χρονικό διάστημα λίγο πιο κει ο Gerry Garcia και ο Phil Lesh των Warlocks, που αργότερα θα γίνονταν Grateful Dead, χρησιμοποιώντας μάλιστα πρώτοι την λέξη «ψυχεδέλεια» (ψυχική εκδήλωση χωρίς όρια) για να περιγράψουν τη μουσική τους, είχαν κατασταλάξει στα ίδια φιλοσοφικά συμπεράσματα περί της διεύρυνσης της μελωδικής γραμμής προς ανεξερεύνητους τόπους χωρίς να έχουν ανακαλύψει ακόμη τον Ravi Shankar.

The ByrdsOι Byrds, όντες μουσικοί θαυμαστές των Beatles, επειδή έκριναν πως τους απελευθέρωναν από την στενή country που είχαν αρχικά επιλέξει να παίζουν, είχαν παρακολουθήσει την ταινία A Hard Day's Night και είχαν αλλάξει τα όργανά τους σε αντίστοιχα με αυτά των Beatles. O McGuinn για παράδειγμα πούλησε το πεντάχορδο μπάντζο του για να αγοράσει μια δωδεκάχορδη Rickenbaker, όμοια με αυτή που ο Harrison χρησιμοποιούσε στο φίλμ. Ο επηρεασμός που δέχτηκαν οι Byrds από τους Beatles ήταν καθοριστικός αρχικά, μα αργότερα έμελλε να λειτουργήσει σαν αντιδάνειο - κυρίως όταν έγιναν φίλοι. Το σίγουρο είναι πως μπάντες σαν τους Byrds είχαν ένα μεγαλύτερο πλεονέκτημα απέναντι σε μπάντες σαν τους Beatles λόγω της «τζαζίστικης» καταβολής τους.

Παράλληλα ο Jim Dickson, ο παραγωγός της World Pacific που ήθελε ν' ανατυπώσει το Three Ragas το '67, ήθελε να προωθήσει και τους Byrds ως δική του μπάντα κι έτσι σκέφθηκε πως μια καλή διαφήμιση θα ήταν να τους ανακατέψει με προσωπικότητες της εποχής που δεν θα έφριτταν με το rock'n'roll αλλά έμπαιναν και στα μεγάλα σαλόνια. Τους πρότεινε να ηχογραφήσουν το "Mr. Tambourine Μan" του Dylan και φώναξε τον ίδιο στα στούντιο της World Pacific να τους ακούσει. Στον Dylan άρεσε πολύ η διασκευή, ιδιαίτερα η φωνή και οι κιθάρες κι έδωσε την ευλογία του. Το ντεμπούτο τους άλμπουμ Mr. Tambourine Μan που κυκλοφόρησε είχε περιορίσει κάπως τον επηρεασμό από τους Beatles, αλλά έδειχνε φανερά τη συμπάθεια προς αυτούς. Είχε μέσα του μερικές πολύ καλές αυθεντικές συνθέσεις του Gene Clark, άλλες τρεις διασκευές σε κομμάτια του Dylan και ένα κομμάτι που προσάρμοζε στο ύφος των Byrds ένα παλιό ιρλανδικό τραγούδι με τίτλο "Τhe Bells of Rhymney" που έμελλε να ομολογηθεί από τον ίδιο τον George Harrison ως το αγαπημένο του κομμάτι όλων των εποχών, κάτι που έφερε τους Byrds και τους Beatles πιο κοντά αλλά αυτή τη φορά από τη μεριά των Beatles. Παράλληλα στις πιο μουσικές χώρες (Αγγλία, Γαλλία, Αμερική) άρχιζε να ανθίζει μια μετεξέλιξη του κινήματος των beatniks σε κάτι ακόμη αδιαμόρφωτο που έμελλε να γίνει επαναστατικό. Οι Beach Boys είχαν προοδεύσει το στυλ τους, είχαν φτιαχτεί οι Grateful Dead, τα acid tests, οι 13th Floor Elevators, οι Doors, οι Seeds, οι Charlatans και τόσοι άλλοι, είχαν αρχίσει ν' ακούγονται οι φράσεις «ψυχεδέλεια», «διεύρυνση του νου», «διαλογισμός». Επίσης το σχέδιο του Jim Dickson σχετικά με τους Byrds είχε αρχίσει να ριζώνει. Οι Byrds έκαναν παρέα με τον Peter Fonda και τον Jack Nicholson. O Derek Taylor, υπεύθυνος τύπου των Beatles, άνοιξε γραφείο στο L.A. προωθώντας από τη μία τους Beatles αλλά παράλληλα και τους Byrds. Ξαφνικά οι Byrds είχαν γίνει το πιο αξιοθαύμαστο γκρουπ της Αμερικής, ξεπερνώντας ακόμη και τους Beach Boys.

Κάνοντας μια βδομάδα διακοπές στο μέσον Βορειοαμερικάνικης περιοδείας τους οι Beatles ένα βράδυ της 25ης Αυγούστου του 1965 μάζεψαν μια άτυπη παρέα, που έμελλε να δημιουργήσει ακόμη πιο πολύπλοκες μουσικές φόρμες κι ενδιαφέρον για το μέλλον. Μαζί με τον φίλο τους Peter Fonda οι Byrds καλέστηκαν από τους Beatles στην εξοχική βίλα Benedict Canyon κοντά στο Beverly Hills για μια βραδιά ταξιδιού με LSD.

Ravi with George HarrisonΜαστουρωμένος ο Peter Fonda άρχισε να περιγράφει στον Lennon ολοζώντανα και με πάθος μια εμπειρία «κοντά-στο-θάνατο» που είχε μικρότερος και από την οποία γλίτωσε. Η περιγραφή ήταν τόσο ζωντανή (και τα ναρκωτικά τόσα πολλά φαντάζομαι) που ο Τζον φοβήθηκε και αργότερα εκνευρίστηκε διώχνοντας τον Fondα από το σπίτι. Στη συνέχεια αποκαμωμένοι κάθισαν στην κουζίνα ο David Crosby, ο Roger McGuinn, ο George Harrison και ο John Lennon συζητώντας για την πνευματική ηρεμία, για τις μελωδίες και έχοντας τις κιθάρες τους αγκαλιά. Εκεί έτυχε ν' αναφερθεί η ινδική μουσική και ο Harrison είπε πως είχε μια επαφή με το σιτάρ λόγω της δεύτερης ταινίας των Beatles Help! Εκεί - σαν μέρος του σκηνικού - είχε βρει ένα, αλλά δεν είχε ακούσει κάτι από κλασική ινδική μουσική και θα δεχόταν προτάσεις. Ο McGuinn προσπάθησε στραμπουλώντας την κιθάρα του να του δείξει πώς μπορείς να δημιουργήσεις συνεχόμενο ήχο με τις ελατές χορδές, μα τότε ο Crosby θυμήθηκε το δίσκο που τους είχε βάλει ν' ακούσουν ο Jim Dickson στα στούντιο της World Pacific και πως θα επανακυκλοφορούσε στην Αμερική. Μιλούσαν για το Three Ragas του Ravi Shankar.Τα υπόλοιπα που αφορούν τη φιλία του Harrison με τον Shankar και την είσοδο του σιτάρ στο rock'n'roll είναι (όπως λένε) ιστορία.

Σιτάρ χρησιμοποίησαν πολλές μπάντες προσδίδοντας έναν εξωτικό μυστηριακό τόνο στη μουσική τους. Άλλες φορές το χρησιμοποίησαν παίζοντας καλά, όπως οι Incredible String Band για παράδειγμα ή οι Shocking Blue, κι άλλες φορές σαν απλό ηχόχρωμα, όπως έκανε ο Brian Jones των Rolling Stones στο "Paint it Black", ή ξεγελώντας τον ακροατή παίζοντας tanpura κι όχι σιτάρ, όπως έκανε ο ίδιος ο Harrison σε κομμάτια του Revolver ή του Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band (αν και ήξερε να παίζει και σιτάρ). Το πρώτο ροκ κομμάτι που ηχογραφήθηκε έχοντας σιτάρ παιγμένο κανονικά είναι το "Heart Full οf Soul" των Yardbirds που γράφτηκε από τον Graham Gouldman, ο οποίος είχε προσλάβει έναν ινδό σιταριστή για να παίξει στο στούντιο. Όμως παρότι το κομμάτι ηχογραφήθηκε κανονικά, ο ήχος κρίθηκε «στεγνός» και δεν κυκλοφόρησε στο σινγκλ του '65 (η ηχογράφηση ωστόσο υπάρχει ως bonus track στην CD ανατύπωση του άλμπουμ με τον ίδιο τίτλο). Έτσι έμελλε τελικά το "Norwegian Wood (Τhe Bird has Flown)" των Beatles από το άλμπουμ τους Rubber Soul του '65 να είναι το πρώτο ροκ κομμάτι που ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε με σιτάρ. Το έπαιζε ο Harrison και δάσκαλοί του ήταν o Ravi Shankar και ο Shambhu Das.

Μέχρι σήμερα σε διάφορα συγκροτήματα το σιτάρ φαίνεται ως ένα χρήσιμο όργανο. Άλλα το ταλαιπωρούν, όπως οι Thievery Corporation - κατά την άποψή μου - που θα μπορούσαν να κάνουν αυτό που θέλουν και με μια tanpura, και άλλα το σέβονται. Επίσης υπάρχουν πολύ ενδιαφέροντα συγκροτήματα, τα οποία ανήκουν στον ευρύτερο χώρο της ηλεκτρονικής μουσικής, που λειτούργησαν όπως και η ψυχεδέλεια των 60s (αλλά στο μέλλον) και εντρύφησαν στο όργανο παρουσιάζοντας ένα ιδιαίτερο μουσικό ενδιαφέρον. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι οι Sitarsonic.

Αξίζει κανείς να δει τις ιδιαιτερότητες του σιτάρ κι ένα μικρό σκαρίφημα των ράγκα. Δεν αναφέρονται και πολύ συχνά στο διαδίκτυο, ενώ τα βιβλία είναι ελάχιστα και αρκετά κακογραμμένα. Ούτως ή άλλως η εκμάθηση γίνεται σε κλειστά μουσικά ashram (ένα τέτοιο έχει ιδρύσει ο Ravi Shankar στην Καλκούτα), όπου ο μαθητής παρακολουθεί, συζητά, μαθαίνει και τελικά παίζει με διάφορους δασκάλους. Στην πορεία των χρόνων - δε μπορούσε να γίνει αλλιώς - ασχολήθηκα και ο ίδιος με το όργανο, έχοντας δάσκαλο που έζησε έτσι. Επισκέφθηκα μάλιστα δύο φορές μουσικά ashram στην Ινδία.

the sitarΤο σιτάρ έχει πολλές μορφές και διάφορους αριθμούς χορδών και αντηχείων. Στην πιο ολοκληρωμένη μορφή του είναι ως εξής: Ένα μεγάλο αντηχείο κάτω, σαν κοιλιά, κρατάει μέσα του και απελευθερώνει κυκλικά στο περιβάλλον τους ήχους των μπάσων του οργάνου, ενώ ένα μικρότερο στο πάνω μέρος της ταστιέρας και πίσω από τα ξύλινα κλειδιά κάνει το ίδιο για τα πρίμα. Το μπράτσο - περί το ενάμιση μέτρο σε ύψος - είναι και αυτό κούφιο ώστε να ανταλλάσσεται ο ήχος μεταξύ των δύο αντηχείων και πάνω του εκτεινόμενες από το ένα άκρο ως το άλλο βρίσκονται είκοσι χορδές. Από αυτές τις πέντε τις παίζει ο σολίστας με μια ειδική μεταλλική πένα δακτύλου που φοριέται στο δείκτη και ονομάζεται mizrab, τις δύο τις χρησιμοποιεί για ρυθμική συνοδεία χτυπώντας τες παράλληλα με την εξέλιξη της μελωδίας ελεύθερες αλλά με τον κατάλληλο ρυθμό που καθορίζει το ράγκα, ενώ οι υπόλοιπες 13 βρίσκονται πίσω από τις κυρίαρχες χορδές και είναι συμπαθητικές (κουρδισμένες δηλαδή ανάλογα με αυτές που παίζονται, «ακούν» τις κυρίαρχες και το αποτέλεσμα είναι αυτό το «άνοιγμα» που υποβάλει όποιον ακούει το σιτάρ να παίζει).Το όργανο αυτό για να παιχτεί όπως και για να κουρδιστεί σωστά, πρέπει να αγκαλιάζεται και πρέπει ο παίκτης του να δημιουργήσει - με μια ειδική στάση στο σώμα του και στο αγκάλιασμα του σιτάρ - ένα είδος γείωσης του συνόλου με το έδαφος. Η φιλοσοφία λέει πως από το έδαφος αντλείται και σε αυτό προσδίδεται ενέργεια σε μια ανταλλαγή που παίζοντας ο ίδιος - αν και δύσπιστος σαν χαρακτήρας - έχω διαπιστώσει πως είναι η μόνη που λειτουργεί. Αν κανείς παίξει το σιτάρ σε καναπέ ή κρεβάτι, είτε το κρατήσει ως κιθάρα, ο ήχος είναι πολύ αλλιώτικος...

Τα ράγκα από την άλλη είναι μικρές συμφωνίες - δρόμοι που έχουν μια εξελικτική πορεία προς την έκσταση. Κάθε ράγκα αφορά μια συγκεκριμένη κατάσταση ή συναίσθημα της ζωής του ανθρώπου. Μερικά είναι κοινά για όλους: «τo ράγκα της ανατολής», «το ράγκα του έρωτα» κ.λπ. Ο μουσικός στην πορεία και με τη μελέτη μαθαίνει να γνωρίζει όσα περισσότερα από τα καταγεγραμμένα ράγκα μπορεί (υπάρχουν 20.000 και αυξάνονται). Έτσι όταν παίζει αφήνει το αίσθημα της στιγμής να τον καταλάβει, ώστε να επιλέξει αυτομάτως τον κατάλληλο συνδυασμό υπαρχόντων ράγκα που θα τα ενώσει με αυτοσχεδιασμό ο οποίος θ' αφορά τη δική του προσωπικότητα και τη δική του συναίσθηση της στιγμής, φτιάχνοντας ουσιαστικά ένα εντελώς καινούριο ράγκα. Αν για παράδειγμα παίξει ένα βράδυ, μετά από ένα χωρισμό μπροστά σε φίλους, όντας θλιμμένος, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το υπάρχον «ράγκα της νύχτας», το υπάρχον «ράγκα του αποχωρισμού» και το υπάρχον «ράγκα των φίλων» συνδέοντας και διανθίζοντάς τα με την προσωπική του παικτική δυνατότητα, φτιάχνοντας ένα νέο ράγκα που δεν έχει καταγραφεί και θα μπορούσε να το ονομάσει για παράδειγμα «το ράγκα της παρηγοριάς από φίλους ένα βράδυ αποχωρισμού». Αν αυτό το κάνει αρκετά καλά και το δημοσιοποιήσει αρκετά πολύ, θα καταγραφεί και θα γίνει ένα παραδοσιακό ράγκα, πρόσθετο στα 20.000, για τους μουσικούς που θα έρθουν. Καταλαβαίνουμε δηλαδή πως οι συνδυασμοί είναι άπειροι.

a tanpuraΠέραν όμως της θεωρίας της ινδικής μουσικής, είναι και το ίδιο το 'setup' μιας μπάντας με σιτάρ που έχει αποκαλυπτικό ενδιαφέρον γι' αυτόν που ασχολείται με τη μουσική σε βάθος. Η απόλυτη παρουσίαση του σιτάρ είναι αυτή που έκανε ο Ravi Shankar στην εμφάνισή του στη Σφεντόνα (τελευταία στην Αθήνα και μία από τις αποχαιρετιστήριες για ολόκληρο τον κόσμο). Στο πίσω - πίσω μέρος της σκηνής στέκονται δύο μουσικοί παίζοντας tanpura, ένα όργανο που παίζεται κάθετα προς το έδαφος, είναι μικρότερο από το σιτάρ και χορδισμένο ένα ημιτόνιο πιο πάνω από τις συμπαθητικές του σιτάρ. Αυτό παίζεται ελεύθερα, επαναλαμβανόμενα και δημιουργεί το μυστηριακό υποβλητικό αρπικό περιβάλλον μέσα στο οποίο θα εξελιχθεί το σιτάρ.

Πιο μπροστά βρίσκονται διακτινισμένοι δεξιά και αριστερά της σκηνής οι δύο παίκτες των tablas. Αυτοί είναι ο ρυθμός, που όμως έρχεται κυκλικός και δεν μοιάζει τόσο με τα τύμπανα της δυτικής μουσικής. Στη μέση και μπροστά δημιουργεί ο σολίστας του σιτάρ. (Στη συναυλία στη Σφεντόνα οι σολίστ ήταν δύο, ο Ravi Shankar και η άξια συνεχίστρια και κόρη του Anoushka Shankar.)

Μέσα στα χρόνια που πέρασαν από το «άγιο δισκοπότηρο» του Three Ragas, έμαθα σιγά-σιγά ν' αναγνωρίζω την επιμειξία της ινδικής μουσικής με τη δυτική, έμαθα ν' αναγνωρίζω την αλήθεια από το ψέμα της χρήσης της, έμαθα το ίδιο το σιτάρ σαν όργανο που το παίζω 21 χρόνια τώρα. Ένα βράδυ σκέφθηκα πως ο μεγαλύτερος επηρεασμός της ινδικής μουσικής πάνω στη δυτική δεν ήταν τόσο το ηχόχρωμα του σιτάρ που σε άλλες μπάντες ακουγόταν σωστά και σε άλλες όχι, άλλες πρώτες το έβγαλαν μπροστά κι άλλες το πέταξαν ως λάθος ηχογράφηση. Ο μεγαλύτερος επηρεασμός της ινδικής μουσικής απέναντι στη δυτική είχε να κάνει με τις παύσεις. Η δυτική μουσική πιστεύει πως ο μουσικός ενεργοποιεί τη φαντασία του ακροατή με τους μουσικούς φθόγγους που παίζει και την αφήνει να εξελιχθεί μόνη της κατά τη διάρκεια των μουσικών παύσεων μέσα σ' ένα τραγούδι. Αν οι παύσεις αυτές έχουν την κατάλληλη διάρκεια, τότε ο ακροατής θα λατρέψει το κομμάτι, γιατί θα μπορέσει να βάλει τον εαυτό του μέσα. Αν όμως είναι πολύ μεγάλες, τότε ο ακροατής θα βαρεθεί, ενώ αν είναι πολύ μικρές, τότε ο ακροατής δε θα τις καταλάβει και το κομμάτι θα αποτύχει.

tablasΗ ινδική μουσική δεν πιστεύει στις παύσεις. Πιστεύει στον ενιαίο ατελείωτο ήχο. Ακόμη κι αν ο μουσικός αφήσει ένα μικρό κενό στην παραγωγή του ήχου λόγω κάποιου δακτυλισμού, αυτό θα καλυφθεί από το άκουσμα των συμπαθητικών χορδών ή το ίσο της tanpura κι έτσι κενό δε θα υπάρξει. Η φαντασία του ακροατή για τον ινδό μουσικό είναι σαν ένα παιδί πάνω σ' ένα πολύχρωμο χαλί με άπειρα παιγνίδια. Βομβαρδίζεται από ερεθίσματα και στο τέλος «αναγκάζεται» να επιλέξει μόνο του τι θα διαλέξει απ' όλα αυτά για να φτιάξει μια ιστορία. Γι' αυτό ίσως και όσες φορές κι αν ακουστεί ένα κομμάτι, η ιστορία είναι άλλη και είναι φρέσκια.

Αυτό μπορώ να το αναγνωρίσω εύκολα πια στη Δυτική μουσική. Το αναγνωρίζω σε κάποια ακούσματα της jazz, το αναγνωρίζω σχεδόν σε ολόκληρο το κίνημα της ψυχεδελικής ροκ από τα 60s που ξεκίνησε έως σήμερα - τους Black Angels ας πούμε.

Αυτή η σκέψη φυτεύτηκε στο μυαλό μου ένα βράδυ του 2003 όταν σκεφτόμουν πως θα δω ακόμη μια φορά τον Ravi Shankar, αυτή τη φορά με την κόρη του Anoushka, στη Σφεντόνα της λεωφόρου Αλεξάνδρας τον Μάιο. Ήταν Απρίλιος και πλησίαζε το Πάσχα, όταν χτύπησε το κουδούνι μου. Ήταν οι γονείς μου που με κοιτούσαν ύποπτα. «Σου φέραμε ένα δώρο για το Πάσχα», μου είπαν. «Μα δε με λένε Λάμπρο», απάντησα. «Δεν πειράζει», είπε ο πατέρας μου, «πάρτο» και μου έδωσε την αυθεντική έκδοση του Three Ragas από την Music of India Records που ακύρωνε ακόμη και τις καλύτερες και ιστορικές ανατυπώσεις που είχα συλλέξει εν τω μεταξύ. Όταν έβαλα το δίσκο να παίξει, φρόντισα να γυρίσω το «πόμολο» στο δέκα και οι ήχοι πλημμύρισαν το σπίτι μου...

«Βουουουουμμμμμμ Βουουουμμμμμ τιιν τιιν ριιιιιιν αααααμμμμμ παντααααμ ααααααμ τιν τιιιν ρααααμ»

Ήταν σα να ήμουν οκτώ ετών πάλι. Η μουσική και η ζωή δεν έχουν παύσεις.

Τον Μάιο πήγα να ξαναδώ το Ravi Shankar με το βινύλιο στο χέρι. Στο τέλος τόλμησα αυτό που δεν είχα τολμήσει τις άλλες φορές που τον είχα δει. Να μπω στα παρασκήνια. Μίλησα με την καταπληκτική Anoushka (που ο ίδιος ο πατέρας της έβγαλε μπροστά στη συναυλία για τη μνήμη του φίλου του George Harrison ένα χρόνο πριν και αυτή κατέπληξε τους πάντες παίζοντας και διευθύνοντας μια ορχήστρα με ινδούς μουσικούς αλλά και τον Eric Clapton, τον Jeff Lynne και άλλους δυτικούς μουσικούς) και ήρθε η ώρα να μιλήσω με τον Μαέστρο παρουσιάζοντάς του τρέμοντας το αυθεντικό Three Ragas από την Music of India και ζητώντας του αν θέλει να μου το υπογράψει.

Ο ίδιος υπογράφοντας με χαρά παραξενεύτηκε πολύ που το είχα σ' αυτή την έκδοση και έτσι μου έδωσε την ευκαιρία να του πω πως παρακολουθώ το έργο του χρόνια τώρα και πως παίζω κι εγώ το σιτάρ. Εκείνη τη χρονιά έφθανα μόλις τα έντεκα χρόνια μελέτης. Ο Ravi τότε κάνοντας μια ταπεινή υπόκλιση σαν από σεβασμό μου είπε: «Το όργανο αυτό είναι για το συναίσθημα του ανθρώπου. Να τ' αγκαλιάζεις και να το αγαπάς. Ποτέ να μην το χρησιμοποιήσεις για να επιδεικνύεσαι με αυτό. Να είσαι ταπεινός. Τα είκοσι πρώτα χρόνια μαθαίνεις και μετά μπορείς ν' αρχίσεις να παίζεις.» -- Bill Hunchback.

Βίντεο:

1. "Raga Jog" (from Three Ragas, 1956):

2. Ravi Shankar at The Monterey Pop Festival:

3. Ravi Shankar & Bud Shank - Improvisations on the theme music from "Pather Panchali":

4. Allaudin Khan, o δάσκαλος του Ravi Shankar στη "Raga Kausi-Bhairav":

5. John Coltrane - "Kulu Sé Mama":

6. Miles Davis - the Milestones album (feat. John Coltrane):

7. The Yardbirds - "Heart Full of Soul" (the sitar version):

8. The Beatles - "Norwegian Wood (This Bird has Flown)":

9. Sitarsonic, live - Goa 2012:

10. Incredible String Band - "Three Is A Green Crown":

11. The Seeds - "Six Dreams":

12. Ravi Shankar/George Harrison - "I Am Missing You" (live):

13. The Concert for George, 2002:

Wild Thing homepage