cover

View large picture

blast from the past

The Blue Aeroplanes

Beatsongs

(Chrysalis)

CD, Βινύλιο
Κυκλοφορία: 1991
Νέα rock/pop, Indie rock, Indie pop


Chrysalis/Ensign 1991 / Cherry Red 2013

Αυτή την εβδομάδα είπαμε να μιλήσουμε για ποίηση, ή μάλλον για ποίηση μετά μουσικής. Ο λόγος για τους Blue Aeroplanes, μια βρετανική μπάντα από το Bristol που βρίσκεται στις επάλξεις από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 κι εξακολουθεί να το παλεύει. Από την πλούσια δισκογραφία τους που καλύπτει τριαντατρία έτη και καμιά εικοσαριά κυκλοφορίες, δύο είναι τα άλμουμ που κατά γενική ομολογία ξεχωρίζουν: το Swagger (1990) και το Beatsongs (1991). Έπειτα από πολλές αμφιτελαντεύσεις, το BFTP επέλεξε το δεύτερο. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.

Οι Blue Aeroplanes σχηματίστηκαν το 1981 με αρχικό πυρήνα τους αδελφούς Langley (Gerard Langley στα φωνητικά και John Langley στα ντραμς), τον Nick Jacobs στην κιθάρα και τον πολυοργανίστα Dave Chapman. Το σήμα κατατεθέν του γκρουπ ήταν εξ αρχής ο συνδυασμός της παρουσίας του Gerald Langley - ο οποίος απαγγέλει (συνήθως) τους στίχους του αντί να τραγουδά - με έναν εκλεκτικό ήχο που εμπνέεται τόσο από τους Velvet Underground και το post-punk όσο και από την αμερικανική και βρετανική φολκ. Το πρώτο άλμπουμ των Blue Aeroplanes κυκλοφόρησε το 1984 από τη δική τους δισκογραφική εταιρεία, Party Records και κέντρισε το ενδιαφέρον των ανεξάρτητων Fire και Abstract, οι οποίες ανέλαβαν τη διανομή του στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ αντίστοιχα. Η συνέχεια, παρά τις συνεχείς μεταβολές στη σύνθεση της μπάντας, ήταν σαφώς ανοδική: πρώτα συμβόλαιο με τη Fire (στην οποία κυκλοφόρησαν τρία LP κατά την περίοδο 1986-1987) κι έπειτα, το 1989, συμβόλαιο με την πολυεθνική Chrysalis/Ensign. Ακολούθησε μια μεγάλη βρετανική περιοδεία με τους R.E.M. (το highlight της οποίας ήταν το φινάλε της συναυλίας στο Hammersmith Odeon με 14 κιθαρίστες επί σκηνής) και η κυκλοφορία του Swagger (1990), ενός άλμπουμ σε παραγωγή του «εναλλακτικού» παραγωγού Gil Norton που απέσπασε πολύ θετικές κριτικές και τους έκανε γνωστούς στο ευρύτερο κοινό (και στην Ελλάδα). Για το επόμενο άλμπουμ τους, οι Aeroplanes - με τον Gerald Langley να είναι πια το μοναδικό  μέλος που απέμεινε από την αρχική σύνθεση - συνεργάστηκαν με τον Larry Hirsch, έναν παραγωγό με ειδίκευση σε έναν πιο folk και blues ήχο, και μετακόμισαν στο Los Angeles για τις ηχογραφήσεις.

To τελικό προϊόν αυτής της δουλειάς ήταν το Beatsongs, ένα άλμπουμ που κυκλοφόρησε το Σεπέμβριο του 1991 και έμελλε να γίνει η πιο πετυχημένη κυκλοφορία των Aeroplanes, φτάνοντας μέχρι το νούμερο 33 των βρετανικών chart. Από πλευράς ύφους και περιεχομένου το Beatsongs δεν απομακρύνεται ιδιαίτερα από τα βήματα του Swagger: οι ηλεκτρικές εκκενώσεις «ανεξάρτητου τύπου» συνδυάζονται ή και συνυπάρχουν με πιο μελωδικές φράσεις που παραπέμπουν τόσο στους Byrds όσο και στους Fairport Convention και τον Richard Thompson, αλλά και με πιο συμβατικές rock & roll και R&B φόρμες. Όλα αυτά υποστηρίζονται από πλούσιες ενορχηστρώσεις  και διεκπεραιώνονται δεξιοτεχνικά με τη χρήση πλήθους ακουστικών οργάνων (βιολί, ακορντεόν, μαντολίνο, ιρλανδικό μπουζούκι κ.ά.) και με τη βοήθεια οκτώ ακόμα μουσικών, καθώς και του... χορευτή Wojtek Dmochowski (ο οποίος κατά μία έννοια θα μπορούσε να θεωρηθεί το δεύτερο μόνιμο μέλος του γκρουπ). Από την άλλη πλευρά, παρά το γεγονός ότι οι ποιητικές απαγγελίες του Langley εξακολουθούν να δεσπόζουν στα περισσότερα κομμάτια, υπάρχουν κι εξαιρέσεις, όπως τα κομμάτια "Fun" και "Streamers", όπου με τα φωνητικά επιφορτίζεται με μελωδικότητα ο Rodney Allen, αλλά και η μοναδική διασκευή του άλμπουμ - το "Τhe Boy In the Bubble" του Paul Simon - όπου ο Langley σχεδόν... τραγουδά. Τα προαναφεθέντα κομμάτια είναι σίγουρα ενδιαφέροντα διευρύνοντας με επιτυχία την ηχητική παλέτα του Beatsongs, όμως τα πιο ισχυρά χαρτιά του άλμπουμ είναι, πιστεύω, το έβδομο και το όγδοο τραγούδι: προηγείται το "Jack Leaves/Back Spring", ένα ευαίσθητο και χαριτωμένο ακουστικό διαμαντάκι με εξοχικά ηχοχρώματα και ακολουθεί το "Colour Me", ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό κομμάτι των  Aeroplanes μαζί με το "Jacket Hangs" του Swagger. Συνολικά λοιπόν, ενώ το Beatsongs δεν καινοτομεί σε σχέση με το Swagger, παρουσιάζει έναν πιο «ζεστό», πλούσιο, διαφορροποιημένο και ισορροπημένο ήχο. Μια πολύ ιδιαίτερη δουλειά μιας πολύ ιδιαίτερης μπάντας, η οποία συνεχίζει να ακολουθεί τη συνταγή που ανέπτυξε τότε (art rock την αποκαλούν κάποιοι) μέχρι τις μέρες μας. -- Γιώργος Ανδρέου

Wild Thing homepage